Κ.Π.Καβάφης Αλεξανδρινοί βασιλείς

Κ.Π. Καβάφης   Αλεξανδρινοί βασιλείς

Απαγγελία ποιήματος:

ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2020

ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ (1)

Ημερομηνία και ώρα εξέτασης:

Τρίτη, 9 Ιουνίου 2020

 Ώρα: 08:00 – 11:00

 

ΜΕΡΟΣ Β΄: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ (ΜΟΝΑΔΕΣ 30)

Να μελετήσετε τα παρακάτω κείμενα και να απαντήσετε σε όλες τις ερωτήσεις που ακολουθούν.

Β1. ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Κ.Π. Καβάφης, «Αλεξανδρινοί βασιλείς»

Μαζεύθηκαν οι Aλεξανδρινοί

να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,

τον Καισαρίωνα, και τα μικρά του αδέρφια,

Aλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη

φορά τα βγάζαν έξω στο Γυμνάσιο,

εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς,

μες στη λαμπρή παράταξι των στρατιωτών.

Ο Aλέξανδρος – τον είπαν βασιλέα

της Aρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων.

Ο Πτολεμαίος – τον είπαν βασιλέα

της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης.

Ο Καισαρίων στέκονταν πιο εμπροστά,

ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,

στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,

η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμεθύστων,

δεμένα τα ποδήματά του μ’ άσπρες

κορδέλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.

Aυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς,

αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.

Οι Aλεξανδρινοί ένιωθαν βέβαια

που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.

Aλλά η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική,

ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,

το Aλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα

θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,

των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,

ο Καισαρίων όλο χάρις κι εμορφιά

(της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών)·

κι οι Aλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,

κι ενθουσιάζονταν, κι επευφημούσαν

ελληνικά, κι αιγυπτιακά, και ποιοι εβραίικα,

γοητευμένοι με τ’ ωραίο θέαμα –

μ’ όλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,

τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες.

Ερώτηση Β1

α) Στο ποίημα «Αλεξανδρινοί βασιλείς» είναι διάχυτη η καβαφική ειρωνεία. Αφού εντοπίσετε τέσσερα (4) σημεία του ποιήματος στα οποία υπάρχει ειρωνεία, να εξηγήσετε πώς αυτή επιτυγχάνεται σε κάθε σημείο. (μονάδες 8)

β) Σύμφωνα με μια άποψη, στο ποίημα «Αλεξανδρινοί βασιλείς» έχουμε «ένα θεατρικό δρώμενο ανοιχτού χώρου». Ποια τέσσερα (4) στοιχεία θεατρικότητας αναγνωρίζετε στο ποίημα; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας με αναφορές σε συγκεκριμένους στίχους. (μονάδες 4)

Β2. ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Τάκης Σινόπουλος, «Φίλιππος»

Εδώ στοχάζομαι, δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος

σε τούτη την ακίνητη κοιλάδα.

Πολλά του τάξαμε από λάφυρα κι από σειρήνες.

Μα κείνος ήτανε στραμμένος σ’ άλλα οράματα.

Μια απέραντη πατρίδα ονειρευότανε. Πού είναι το πρόσωπό σας

το αληθινό σας πρόσωπο; μου φώναξε.

Έφυγε κλαίγοντας ανέβηκε τα λαμπερά βουνά.

Ύστερα τα καράβια εφράξανε τη θάλασσα.

Μαύρισε η γη την πήρε ένας κακός χειμώνας. Μαύρισε το μυαλό ένα μακρύ ποτάμι το αίμα.

Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος. Φυσάει απόψε δυνατά.

Μεσάνυχτα στη Λάρισα το έρημο καφενείο.

Η φάτσα του συναχωμένου γκαρσονιού κι η νύχτα σαρωμένη

φωτιές παντού και πυροβολισμοί

μια πολιτεία φανταστική κι ασάλευτη

δέντρα πεσμένα στις οικοδομές.

Ποιο είναι το δίκιο του πολεμιστή

ο αγώνας που σε πάει σ’ άλλον αγώνα;

Δε θα ξανάρθει ο Φίλιππος. Αμετανόητος πάντα πείσμωνε.

Οι σκοτεινές μέρες του ’φταιγαν τα ερειπωμένα πρόσωπα.

Το αίμα του ακούγοντας ανέβηκε τα λαμπερά βουνά.

Κι απόμεινα

μονάχος περπατώντας και σφυρίζοντας

μέσα στην κούφια Λάρισα. Και τότε

ως τη Μακεδονία βαθιά σαλεύοντας ημίκλειστη

μες στο πλατύ φεγγάρι του χειμώνα

μιλώντας μόνο περί σώματος η χηρευάμενη

κυρία Πανδώρα. Πέθανε

χτικιάρης ο άντρας της τις μέρες του σαράντα τέσσερα.

ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Μανόλης Αναγνωστάκης, «Χάρης 1944»

Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα τις ώρες μας

Τραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα ’ρχόντανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα

Αυτός τραγουδούσε, σωπαίναμε, η φωνή του ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές

Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας

Μερόνυχτα έπαιζε το κρυφτό με το θάνατο σε κάθε γωνιά και σοκάκι

Λαχταρούσε ξεχνώντας το δικό του κορμί να χαρίσει στους άλλους μιαν Άνοιξη.

 Ήμασταν όλοι μαζί μα θαρρείς πως αυτός ήταν όλοι.

Μια μέρα μας σφύριξε κάποιος στ’ αφτί: «Πέθανε ο Χάρης»

«Σκοτώθηκε» ή κάτι τέτοιο. Λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα.

Κανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο. Θα ’χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα

Στα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά της καινούριας ζωής μας

Μα όλα αυτά ήταν απλά κι ο καιρός είναι λίγος. Κανείς δεν προφταίνει.

 …Δεν είμαστε όλοι μαζί. Δυο τρεις ξενιτεύτηκαν

Τράβηξεν ο άλλος μακριά μ’ ένα φέρσιμο αόριστο κι ο Χάρης σκοτώθηκε

Φύγανε κι άλλοι, μας ήρθαν καινούριοι, γεμίσαν οι δρόμοι

Το πλήθος ξεχύνεται αβάσταχτο, ανεμίζουνε πάλι σημαίες

Μαστιγώνει ο αγέρας τα λάβαρα. Μες στο χάος κυματίζουν τραγούδια.

Αν μες στις φωνές που τα βράδια τρυπούνε ανελέητα τα τείχη

Ξεχώρισες μια: Είν’ η δική του. Ανάβει μικρές πυρκαγιές

Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούν την ατίθαση νιότη μας

Είν’ η δική του φωνή που βουίζει στο πλήθος τριγύρω σαν ήλιος

Π’ αγκαλιάζει τον κόσμο σαν ήλιος που σπαθίζει τις πίκρες σαν ήλιος

Που μας δείχνει σαν ήλιος λαμπρός τις χρυσές πολιτείες

Που ξανοίγονται μπρος μας λουσμένες στην Αλήθεια και στο αίθριο το φως.

Εποχές: Τα ποιήματα, Αθήνα, εκδ. Πλειάς, 1983, σσ. 36-37.

Ερώτηση Β2

α) Να συγκρίνετε τη στάση του ποιητικού υποκειμένου απέναντι στον Φίλιππο με τη στάση του συλλογικού ποιητικού υποκειμένου απέναντι στον Χάρη. (μονάδες 6)

β) Να εντοπίσετε δύο (2) κοινά εκφραστικά μέσα με τα οποία αποδίδονται οι οραματισμοί του Φίλιππου και του Χάρη στα δύο πιο πάνω ποιήματα. Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας. (μονάδες 4)

Β3. ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν […] Με την κόνα Αγγελικώ είχα περάσει πολύ κοντά τα πρώτα χρόνια της ζωής μου, κι είναι από τις φυσιογνωμίες, που ο χρόνος δεν τις σβήνει στην ανάμνηση, μα τις ζωηρεύει. Ξερακιανή, σβέλτα, με χέρια φαγωμένα από μισόν αιώνα μπουγάδες, μπορούσε να δουλεύει στη σκάφη δώδεκα ώρες και στο μεταξύ να διακόφτει για να μπει στην κουζίνα να φτιάξει κατημέρια, να τηγανίσει «τζιεράκια», να μας λούσει όλα εμάς τα παιδιά, να τρίψει τα μπακίρια, να επιδοθεί σε ξόρκια και γιατροσόφια.

Έκοβε το «σαρλίκι» με μέλι και μετάξι, τις «μαγουλήθρες» των παιδιών με το Πεντάλφα, γήτευε τον «παροξυσμό», τον «κουκλού», τον «ψωροφύτη». Κάποτε παρατούσε τη δουλειά για να τρέξει να σαβανώσει και κανένα Χριστιανό, για την ψυχή της.

Η κόνα Αγγελικώ είχε αδυναμία στα παραμύθια. Ίσως γιατί την απομάκρυναν απ’ τη σκληρή ζωή της, ίσως και γιατί σ’ αυτά έβρισκε μια διέξοδο η ζωηρή φαντασία της. Όταν μας ξεφορτωνόταν η μητέρα, γιατί είχε δικές της συντροφιές, μας μάζευε αυτή γύρω της και μας έλεγε πότε για τις νεράιδες, που βγαίνουν τη νύχτα απ’ τα μπουνάρια και ξελογιάζουν με την ομορφιά τους τους άντρες και πότε για τα στοιχειωμένα τσοκαράκια της Βαλιντέ-χανούμ που τη σκότωσε ο άντρας της από ζήλεια κι από τότε τις νύχτες τρέχουν μόνα τους τα τσοκαράκια και φωνάζουν την κυρά τους: «Βαλιντέ! Βαλιντέ!».

[…] Ο αγαπημένος ήρωας της κόνα Αγγελικώς ήταν ο Τσάκιτζης, ο ξακουστός Εφές του Αϊντινιού. Μας τον παράσταινε προστάτη της φτωχολογιάς, μεγαλόκαρδο, σελμπέση και δίκαιο. Μα μέσα σ’ εκείνες τις διηγήσεις της έβαζε και τους δικούς της καημούς και πόθους, τις προσδοκίες, τις πίκρες και το άχτι της για τις αδικίες των ισχυρών.

[…] Τα μάτια της κόνα Αγγελικώς άστραφταν, τα χέρια της πλανιόνταν ανοιχτά στον αέρα, λες κι ήταν και η ίδια εκειδά που μοίραζαν τις λίρες ν’ αρπάξει κανένα σακουλάκι να το τρέξει στην κόρη της την Ασημίνα και στα εγγόνια της… Μα μια κι δεν τον είχε πρόχειρο τον Τσάκιτζη να την ευεργετήσει, βόλευε τη φτώχεια της ξαφρίζοντας τα δικά μας κελάρια.

Το βράδυ, όταν έφευγε κι έτρεχα ξοπίσω της ως το δρόμο τραβώντας την απ’ τις φούστες, ένιωθαν τα δάχτυλά μου όχι το αποσκελετωμένο κορμί που υποδεχόμουνα το πρωί, μα διάφορα κουτιά και δέματα μαλακά και σκληρά, χωμένα μέσα στο μακρύ βρακί της, που έδενε στον αστράγαλο, και κάτω απ’ τις καμιζόλες της, όπου κολυμπούσαν δυο πλαδαρά στήθια. Μα η ανακάλυψή μου αυτή δεν την τρόμαζε. Ήξερε πως δε θα το πρόδινα σε κανέναν το μυστικό της, γιατί την αγαπούσα αληθινά.

Άλλωστε, στο σπίτι μας τέτοια «ψιλοπράματα» κανείς δεν τα υπολόγιζε τότε.

Ερώτηση Β3

Να παρουσιάσετε τη φυσιογνωμία της κόνα Αγγελικώς και να προσδιορίσετε δύο (2) αφηγηματικούς τρόπους με τους οποίους αυτή ηθογραφείται. (μονάδες 8)

ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΟΥ ΔΟΚΙΜΙΟΥ

Σημειώσεις

http://ebooks.edu.gr/ebooks/v/html/8547/2700/Keimena-Neoellinikis-Logotechnias_A-Lykeiou_html-empl/indexG3_5.html

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ έχει την αφετηρία του στο Βίο Αντωνίου τον Πλουτάρχου. Εκεί ο ιστορικός διηγείται πως ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα οργάνωσαν μια μεγαλοπρεπή γιορτή στο στάδιο της Αλεξάνδρειας και καθισμένοι πάνω σε χρυσούς θρόνους μοίρασαν βασιλικούς τίτλους στα παιδιά της Κλεοπάτρας. Σκοπός του Πλουτάρχου είναι να δείξει πόσο ο Αντώνιος είχε υποδουλωθεί όχι μονάχα στην Κλεοπάτρα, αλλά και στο πνεύμα της ανατολίτικης χλιδής, πράγματα ανάρμοστα για ένα Ρωμαίο στρατηγό.

Ο Καβάφης γράφει το ποίημα το 1912. Να προσέξετε κυρίως πώς ο ποιητής μεταπλάθει το ιστορικό γεγονός, ποια στοιχεία προβάλλει ιδιαίτερα και πού μετατοπίζει το βάρος του νοήματος.

5 Μαζεύθηκαν οι Αλεξανδρινοί
να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,
τον Καισαρίωνα, και τα μικρά του αδέρφια,

Αλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη
φορά τα βγάζαν έξω στο Γυμνάσιο,10εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς,
μες στη λαμπρή παράταξη των στρατιωτών.
Ο Αλέξανδρος – τον είπαν* βασιλέα
της Αρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων.
Ο Πτολεμαίος – τον είπαν βασιλέα15της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης.
Ο Καισαρίων στέκονταν πιο εμπροστά,
ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,
στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,
η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμέθυστων,20δεμένα τα ποδήματά του μ’ άσπρες
κορδέλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.
Αυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς,
αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.

 

Οι Αλεξανδρινοί ένιωθαν βέβαια25

που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.

Αλλά η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική,
ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,

το Αλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα
θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,

30των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,
ο Καισαρίων όλο χάρις κι εμορφιά
(της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών
κι οι Αλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,
κι ενθουσιάζονταν, κι επευφημούσαν
ελληνικά, κι αιγυπτιακά, και ποιοι εβραίικα,
γοητευμένοι με τ’ ωραίο θέαμα –
μόλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες.

 

Καισαρίων: γιος της Κλεοπάτρας και του Ιουλίου Καίσαρα. Θανατώθηκε σε ηλικία δεκαεφτά χρονών από τον Οκταβιανό στην Αλεξάνδρεια, το 30 π.Χ.
Αλέξανδρος και Πτολεμαίος: παιδιά της Κλεοπάτρας από τον Αντώνιο.
Γυμνάσιο: γυμναστήριο, το στάδιο της Αλεξάνδρειας.
τον είπαν: τον ανακήρυξαν.
αίμα των Λαγιδών: φυσικά από τη μητέρα του μόνο. Η δυναστεία της Κλεοπάτρας (Λαγίδες) είχε γενάρχη της τον Πτολεμαίο τον Λάγου, στρατηγό και έναν από τους διαδόχους του Μ. Αλεξάνδρου, ιδρυτή του βασιλείου της Αιγύπτου.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Στο περιστατικό που διηγείται ο Πλούταρχος κεντρικά πρόσωπα είναι ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα. Εδώ πώς δηλώνεται η παρουσία τους; Ποια είναι τα κύρια πρόσωπα;

Ποια η θέση των παιδιών στα όσα διαδραματίζονται;

Τι έχετε να παρατηρήσετε σχετικά με τον τρόπο που παρουσιάζεται ο Καισαρίων;

Η περιγραφή της απονομής των τίτλων έχει μια μεγαλοπρέπεια· πώς εκφράζεται αυτή η μεγαλοπρέπεια, πού κορυφώνεται και σε ποιους στίχους αποκαλύπτεται η κουφότητα της;

Πώς παρουσιάζονται οι Αλεξανδρινοί σχετικά α) με την εθνολογική τους σύνθεση, β) με τη στάση τους απέναντι στην τελετή; Είναι στάση που χαρακτηρίζει υπεύθυνους πολίτες;

Η ειρωνεία είναι από τα κύρια γνωρίσματα της ποιήσεως του Καβάφη. Μπορείτε να την αναγνωρίσετε στο ποίημα;

Το ποίημα χαρακτηρίζει μια ολόκληρη εποχή (την αλεξανδρινή). Νομίζετε ότι η σημασία του περιορίζεται σ’ αυτή;

Σημειώσεις Κωνσταντίνου Μάντη

https://latistor.blogspot.com/2010/07/blog-post_26.html

[1912]

Το ποίημα Αλεξανδρινοί Βασιλείς, με το οποίο ο Καβάφης αναδεικνύει τη ματαιότητα της φιλοδοξίας, αναφέρεται στην τελετή των «δωρεών» που διοργάνωσε το 34 π.Χ. η Κλεοπάτρα με τον Αντώνιο για να μοιράσουν στα παιδιά της Κλεοπάτρας, και στην ίδια, τα εδάφη που είχε κατακτήσει ο Μέγας Αλέξανδρος και τα οποία σχεδίαζαν, χωρίς να το έχουν ακόμη καταφέρει, να τα κατακτήσουν εκ νέου ο Αντώνιος με την Κλεοπάτρα.

Η τελετή των δωρεών πραγματοποιήθηκε μετά τη νικηφόρα εκστρατεία του Αντώνιου στην Αρμενία. Ο Αντώνιος, που είχε πιάσει αιχμάλωτο το βασιλιά της Αρμενίας, αντί να τελέσει το θρίαμβό του στη Ρώμη όπως προέβλεπε η ρωμαϊκή παράδοση, προτίμησε να παρουσιάσει το πολεμικό του λάφυρο στην Αλεξάνδρεια, φέρνοντας σε οριακό σημείο τις σχέσεις του με τη Σύγκλητο και τον Οκταβιανό. Βέβαια, ο Καβάφης δεν παρουσιάζει το γεγονός αυτό από την οπτική του Αντωνίου, τον οποίο ούτως ή άλλως δεν τον αναφέρει καν στο ποίημα αυτό. Ο Καβάφης επιλέγει να ελέγξει την τελετή των δωρεών από την πλευρά της Κλεοπάτρας, θέλοντας να τονίσει τη δική της στάση και τη δική της συνεισφορά σε μια ψεύτικη τελετή που πραγματοποιήθηκε μόνο και μόνο για τη δημιουργία εντυπώσεων. Ο ποιητής χρησιμοποιεί εδώ την ιστορία της Κλεοπάτρας για να τονίσει την αρνητική πλευρά της πολιτικής, με τη βασίλισσα της Αιγύπτου να αποτελεί το παράδειγμα του ηγέτη που βάζει τις δικές του επιδιώξεις και φιλοδοξίες πάνω από το καλό της πατρίδας και των πολιτών του. Η Κλεοπάτρα σε μια προσπάθεια να ενισχύσει το κύρος της και να δημιουργήσει εντυπώσεις στους αντιπάλους της προχωρά σε μια ανούσια τελετή, μοιράζοντας στα παιδιά της εδάφη που δεν της ανήκουν. Η προσπάθειά της βέβαια δεν έπεισε τους κατοίκους της Αλεξάνδρειας, αλλά αυτό δεν της δημιούργησε κάποιο πρόβλημα καθώς η Αλεξάνδρεια είναι μια πολυπολιτισμική πολιτεία, της οποίας οι πολίτες δεν έχουν κοινή συνείδηση εθνικής ταυτότητας και δεν μπαίνουν στη διαδικασία μιας κοινής αντίδρασης, αντιθέτως παρατηρούν αδιάφορα όσα γίνονται στην πόλη τους αφήνοντας ελεύθερη την Κλεοπάτρα να κάνει ό,τι θέλει.
Παράλληλα, το ποίημα αυτό διατρέχεται κι από μια λανθάνουσα ερωτική θεματική καθώς ο Καβάφης βρίσκει την ευκαιρία να εστιάσει την προσοχή του στον Καισαρίωνα, ο οποίος κέντριζε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον του ποιητή, κυρίως εξαιτίας της τραγικής του μοίρας. Όταν ο Καισαρίων αναγορεύτηκε Βασιλέας των Βασιλέων ήταν 14 ετών και μόλις τέσσερα χρόνια μετά θα δολοφονηθεί από τους άνδρες του Οκταβιανού, ο οποίος δε θέλει να αφήσει ζωντανό το γιο (όπως ισχυριζόταν η Κλεοπάτρα τουλάχιστον) του Ιούλιου Καίσαρα. Ο Καβάφης ασχολείται και σ’ άλλα ποιήματά του με τον Καισαρίων και ιδίως στο ομώνυμο ποίημα όπου και αποκαλύπτει περισσότερο την ερωτική έλξη που του ασκεί ο Καισαρίωνας, για τον οποίο αν και δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες, ο ποιητής τον φαντάζεται ιδιαίτερα ωραίο.
Στο ποίημα «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» ο Καβάφης βρίσκει επιπλέον την ευκαιρία να δώσει μια τελευταία όμορφη εικόνα της Αλεξάνδρειας, προτού πέσει στα χέρια των Ρωμαίων και φτάσει το τέλος μια σημαντικής περιόδου για την πόλη του ποιητή.

Ερωτήσεις:

Στο περιστατικό που διηγείται ο Πλούταρχος κεντρικά πρόσωπα είναι ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα. Εδώ πώς δηλώνεται η παρουσία τους; Ποια είναι τα κύρια πρόσωπα;

Ο Καβάφης αντλεί τις πληροφορίες για τη σύνθεση του ποιήματός του από την ιστορία του Πλουτάρχου, διαφοροποιείται όμως από τον τρόπο που περιγράφει τα γεγονότα ο ιστορικός, μιας και σκοπός του ποιητή δεν είναι να γράψει ένα ιστορικό κείμενο αλλά να παρουσιάσει την ποιητική του ιδέα. Ο Καβάφης αποσιωπά την παρουσία του Αντώνιου και θέτει φαινομενικά σε δεύτερη μοίρα την Κλεοπάτρα, εστιάζοντας την προσοχή του στα παιδιά της καθώς και στους πολίτες της Αλεξάνδρειας. Στο ποίημα του Καβάφη ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα υπονοούνται ως διοργανωτές της τελετής, μιας και αυτοί διοικούσαν την Αίγυπτο και ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να προχωρήσουν σε μια τέτοια τελετή, κι ενώ το όνομα του Αντώνιου δεν αναφέρεται καθόλου, ο ποιητής αναφέρεται δύο φορές στην Κλεοπάτρα, μιας και στην πραγματικότητα αυτή αποτελεί το κεντρικό πρόσωπο του ποιήματος.
Ο Καβάφης όντας Αλεξανδρινός δεν ενδιαφέρεται για τη σημασία που έχει η τελετή για τον Αντώνιο, τον ενδιαφέρει κυρίως η τελετή σε σχέση με την Κλεοπάτρα. Τα παιδιά της Κλεοπάτρας παρόλο που αναφέρονται ονομαστικά και με λεπτομέρειες σχετικά με τους τίτλους που έλαβαν, δεν αποτελούν κεντρικά πρόσωπα του ποιήματος υπό την έννοια ότι αποτελούν άβουλα πρόσωπα σ’ ένα σχέδιο της βασίλισσας. Τα παιδιά είναι τα άτυχα θύματα των ιστορικών εξελίξεων, καθώς σε λίγα χρόνια που η Αίγυπτος θα τεθεί υπό τον έλεγχο των Ρωμαίων, αυτά θα οδηγηθούν αιχμάλωτα στη Ρώμη, με εξαίρεση τον Καισαρίωνα που θα δολοφονηθεί κατ’ εντολή του Οκταβιανού.

Ο Καισαρίωνας είναι το μόνο από τα παιδιά της Κλεοπάτρας που αποκτά πιο ουσιαστικό ρόλο στο ποίημα κι αυτό γιατί ο ποιητής αισθάνεται μια ιδιαίτερη συμπάθεια γι’ αυτόν και τη σκληρή μοίρα που θα αντιμετωπίσει, γι’ αυτό και φροντίζει να αφιερώσει αρκετούς στίχους στην παρουσίασή του. Ο Καισαρίωνας είναι γιος του Ιούλιου Καίσαρα, γεγονός που του δίνει δικαίωμα για μια μελλοντική διεκδίκηση της εξουσίας της Ρώμης. Οι σύμβουλοι του Οκταβιανού θα του υποδείξουν με έμφαση τα προβλήματα που ενδέχεται να δημιουργηθούν αν αφήσουν τον Καισαρίωνα να ζήσει, γι’ αυτό και ο μικρός Καίσαρας θα είναι το μόνο παιδί της Κλεοπάτρας που θα δολοφονηθεί. Ο Καβάφης επιμένει στην παρουσίαση του Καισαρίωνα για να τονίσει την τραγική ειρωνεία της τελετής, μιας και ο Βασιλέας των Βασιλέων, που με τόσο ενθουσιασμό γίνεται δεκτός από τους πολίτες της Αλεξάνδρειας, θα έχει και τη χειρότερη κατάληξη.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι τα παιδιά στα οποία ο ποιητής αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος δεν έχουν κάποια ουσιαστική δύναμη και βρίσκονται εκεί μόνο και μόνο γιατί έτσι το θέλησε η μητέρα τους. Από την άλλη, οι Αλεξανδρινοί που ενώ γνωρίζουν ότι η τελετή αυτή είναι ανούσια, δεν αντιδρούν και προτιμούν να μείνουν απλοί θεατές, αποποιούμενοι τις ευθύνες που τους αναλογούν. Ποιος έχει επομένως την ευθύνη για την τελετή αυτή που θα εξοργίσει τους Ρωμαίους και θα αποτελέσει την αρχή του τέλους για το βασίλειο της Αιγύπτου, μα φυσικά η Κλεοπάτρα που είναι ουσιαστικά το κεντρικό πρόσωπο του ποιήματος.
Η Κλεοπάτρα ακολουθεί τον Αντώνιο στα φιλόδοξα σχέδιά του και καταφεύγει σε μια περιττή και κενή επίδειξη δύναμης, ξεκινώντας μια σύγκρουση που θα καταλήξει στο θάνατό της, στη δολοφονία του γιού της και στην αιχμαλωσία των υπόλοιπων παιδιών της. Η Κλεοπάτρα είναι αν μη τι άλλο ένα τραγικό πρόσωπο καθώς εξαιτίας της δικής της μεγαλομανίας, τόσο η οικογένειά της όσο και η πατρίδα της θα γνωρίσουν το βίαιο πρόσωπο των Ρωμαίων, οι οποίοι θα τερματίσουν μια σημαντικότατη περίοδο για την Αίγυπτο. Η βασίλισσα της Αιγύπτου επιχειρεί να εντυπωσιάσει τους πολίτες και τους αντιπάλους της, και όχι μόνο αποτυγχάνει καθώς κανείς δεν ξεγελιέται από την ανούσια τελετή, αλλά θα προκαλέσει και την ολέθρια οργή των Ρωμαίων.

Η ειρωνεία είναι από τα κύρια γνωρίσματα της ποιήσεως του Καβάφη. Μπορείτε να την αναγνωρίσετε στο ποίημα;

Στο ποίημα Αλεξανδρινοί Βασιλείς ο Καβάφης έχοντας αρνητική στάση απέναντι στη ματαιόδοξη τελετή της Κλεοπάτρας, χρησιμοποιεί άφθονη ειρωνεία για να καταδείξει με έμφαση πόσο λανθασμένη υπήρξε η απόφαση της Κλεοπάτρας να προκαλέσει με τις πράξεις της μια πανίσχυρη αυτοκρατορία.

Στο ποίημα εντοπίζουμε στοιχεία τραγικής, δραματικής αλλά και λεκτικής ειρωνείας. Η τραγική ειρωνεία έγκειται στο γεγονός ότι τόσο η Κλεοπάτρα όσο και τα παιδιά της που άθελά τους συμμετέχουν στην τελετή, αγνοούν την άσχημη κατάληξη που τους επιφυλάσσει το μέλλον. Διαβάζοντας κανείς την ξεχωριστή περιγραφή του Καισαρίωνα και των πολυτελών ενδυμάτων του, δεν μπορεί παρά να αναλογιστεί ότι απομένουν μόλις τέσσερα χρόνια μέχρι τη δολοφονία του μικρού Καίσαρα. Στην τραγική ειρωνεία που σχετίζεται με την τύχη του Καισαρίωνα εντοπίζεται άλλωστε και η ουσιαστική προσπάθεια του ποιητή να αναδείξει τη ματαιότητα της φιλοδοξίας, των επιδείξεων και της αγάπης για την εξουσία. Η Κλεοπάτρα στην προσπάθειά της να επιδείξει τη δύναμή της, έθεσε σε κίνηση τα γεγονότα που σύντομα θα καταλήξουν με το δικό της θάνατο και με τη δολοφονία του Καισαρίωνα.
Η δραματική ειρωνεία που προκύπτει από την αντίθεση ανάμεσα στις επιδιώξεις των ηρώων και του τελικού αποτελέσματος, γίνεται εμφανής από το γεγονός ότι ενώ η Κλεοπάτρα διοργανώνει την τελετή των δωρεών για να εντυπωσιάσει τους πολίτες της, εκείνοι καθόλου δεν πείθονται κι έχουν μάλιστα πλήρη επίγνωση πόσο ανούσιο και κενό είναι όλο αυτό το μοίρασμα βασιλικών τίτλων στα παιδιά της Κλεοπάτρας: «τί κούφια λόγια ἤσανε αὐτές ἡ βασιλεῖες.».
Η λεκτική ειρωνεία χρησιμοποιείται από τον Καβάφη για να υποδείξει την κενότητα των τίτλων που αποδίδονται στα παιδιά της Κλεοπάτρας και γίνεται αντιληπτή με την επανάληψη της φράσης «τον είπαν» και τη χρήση της παύλας μετά από κάθε όνομα, που επιτάσσει μια παύση στην ανάγνωση σα να πρόκειται να ακουστεί κάτι σημαντικό στη συνέχεια, παρόλο που όλοι γνώριζαν ότι όλα αυτά τα εδάφη δεν ανήκαν στην Κλεοπάτρα:
Ὁ Ἀλέξανδρος – τόν εἶπαν βασιλέα τῆς Ἀρμενίας, τῆς Μηδίας, καί τῶν Πάρθων.

Πώς παρουσιάζονται οι Αλεξανδρινοί σχετικά Α) με την εθνολογική τους σύνθεση, β) με τη στάση τους απέναντι στην τελετή; Είναι στάση που χαρακτηρίζει υπεύθυνους πολίτες;



Η Αλεξάνδρεια εκείνη την εποχή αποτελούσε μια σημαντικότατη πολιτεία, που λόγω της πολιτιστικής της ανάπτυξης αλλά και χάρη στο μεγάλο λιμάνι της συγκέντρωνε πλήθος κόσμου από διάφορες χώρες. Έλληνες, Αιγύπτιοι και Εβραίοι αποτελούν τη βασική σύνθεση της πολυπολιτισμικής αυτής κοινωνίας, η οποία όμως στερείται της συνοχής εκείνης που θα επέτρεπε στους πολίτες της να αποτελέσουν μια ενιαία ομάδα με κοινές επιδιώξεις. Οι Αλεξανδρινοί παρακολουθούν την τελετή των δωρεών, αδιάφοροι για το γεγονός ότι πρόκειται για μια καλοστημένη παράσταση και παρόλο που γνωρίζουν ότι η Κλεοπάτρα προσπαθεί να τους εξαπατήσει, ενθουσιάζονται με το θέαμα. Ενώ θα έπρεπε να αντιδράσουν στη μάταιη προσπάθεια της Κλεοπάτρας να δημιουργήσει εντυπώσεις, εκείνοι παραμένουν αδιάφοροι απέναντι στις πολιτικές διαστάσεις του ψέματος της Κλεοπάτρας κι αυτό γιατί δεν έχουν τη συνείδηση ότι ανήκουν στην πολιτεία αυτή, οπότε αισθάνονται ότι δεν τους αφορά άμεσα το τι κάνει η βασίλισσα. Η στάση αυτή των πολιτών της Αλεξάνδρειας επιτρέπει στην Κλεοπάτρα να κάνει μοιραία λάθη εις βάρος της πολιτείας και αυτό τους καθιστά συνυπεύθυνους για τη δραματική εξέλιξη που θα έχουν τα γεγονότα, μετά την προκλητική στάση της Κλεοπάτρας και του Αντώνιου απέναντι στους Ρωμαίους. Οι Αλεξανδρινοί, βέβαια, επιλέγουν να μείνουν αμέτοχοι στα διαδραματιζόμενα ενδιαφερόμενοι κυρίως ο καθένας για την προσωπική του ζωή, γεγονός που αφήνει ανοιχτό το πεδίο για αυθαιρεσίες από την πλευρά των ηγετών τους. Το ίδιο λάθος, άλλωστε, κάνουν οι πολίτες ακόμη και στις μέρες μας επιτρέποντας στους κρατούντες να κάνουν ό,τι θέλουν χωρίς κανένα έλεγχο και χωρίς καμία αντίδραση. Οι πολίτες όμως θα πρέπει να κατανοούν ότι το προσωπικό τους συμφέρον δεν μπορεί να διαχωρίζεται από το συμφέρον της πολιτείας, οτιδήποτε συμβαίνει στην πολιτεία τους αφορά άμεσα και γι’ αυτό θα πρέπει να δείχνουν απόλυτο ενδιαφέρον και να μη διστάζουν να εκφράσουν την αντίθεσή τους με τις αποφάσεις των ηγετών τους. Το βασικό λάθος επομένως των Αλεξανδρινών είναι ότι θεωρούν πως οι πράξεις της Κλεοπάτρας δεν τους αφορούν και την αφήνουν ελεύθερη να πράττει κατά βούληση. Στην πορεία δυστυχώς θα συνειδητοποιήσουν ότι οι πράξεις της Κλεοπάτρας είναι αυτές που θα φέρουν την υποταγή στους Ρωμαίους.

Σημειώσεις

http://neaellinikasaltet.blogspot.com/2018/12/blog-post.html

Κ.Π. Καβάφη, Aλεξανδρινοί Βασιλείς

Γραμμένο το 1912, το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε στην Αλεξάνδρεια στο περιοδικό Νέα Ζωή. Ανήκει στον κύκλο των Αλεξανδρινών ποιημάτων του Καβάφη. Μπορεί να ενταχθεί στα «ιστοριογενή» ποιήματα του Καβάφη, στα οποία δηλώνεται άμεσα ή έμμεσα το ιστορικό υλικό πάνω στο οποίο στηρίζονται.

Το θεματικό περιεχόμενο στηρίζεται σ’ένα ιστορικό γεγονός που αφηγείται ο Πλούταρχος στον «Βίο του Αντωνίου». (Σκοπός του Πλούταρχου ήταν να δείξει πόσο ο Αντώνιος είχε διαβρωθεί από το πνεύμα της χλιδής της Ανατολής, που ήταν αταίριαστο για έναν Ρωμαίο στρατηγό.)

Το 34 π.Χ. ο Αντώνιος συγκέντρωσε στο Γυμνάσιο τον λαό της Αλεξάνδρειας και, αφού εγκατέστησε τον εαυτό του και την Κλεοπάτρα σε δύο χρυσούς θρόνους επάνω σε αργυρό βήμα και τα παιδιά τους σε ταπεινότερους, ονόμασε τον εαυτό του και την Κλεοπάτρα βασίλισσα Αιγύπτου, Κύπρου, Λιβύης και Κοίλης Ασίας και συμβασιλέα τον Καισαρίωνα, ο οποίος εθεωρείτο γιος του Καίσαρος, που είχε αφήσει την Κλεοπάτρα έγκυο. Ύστερα αναγόρευσε τους δικούς του γιους από την Κλεοπάτρα βασιλείς βασιλέων, δίνοντας στον Αλέξανδρο μεν την Αρμενία, τη Μηδία και τη χώρα των Πάρθων, όταν υποταχθεί, στον Πτολεμαίο δε τη Φοινίκη, τη Συρία και την Κιλικία. Συγχρόνως παρουσίασε τα παιδιά του, τον Αλέξανδρο με στολή μηδική, που είχε τιάρα και στέμμα περσικό όρθιο και τον Πτολεμαίο στολισμένο με βασιλικά υποδήματα, χλαμύδα και βασιλικό καπέλο, με διάδημα.

Το γεγονός αυτό αναφέρεται και σε μια άλλη ιστορική πηγή, από τον αρχαίο συγγραφέα Δίωνα Κάσιο:

Ο Αντώνιος τούς τε Αλεξανδρέας ειστίασε, και την Κλεοπάτραν τούς τε παίδας αυτής εν εκκλησία παρεκαθίσατο, δημηγορήσας τέ τινα εκείνην τε βασιλίδα βασιλέων και τον Πτολεμαίον, ον Καισαρίωνα επωνόμαζον, βασιλέα βασιλέων καλείσθαι εκέλευσε.

Πρόκειται δηλαδή για την περιώνυμη τελετή των «δωρεών» που σκηνοθέτησαν ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα, ως κύκνειο άσμα επίδειξης της ισχύος τους (η οποία σύντομα θα χαθεί, ενώ ήδη τα σημάδια της παρακμής και της πτώσης είναι ορατά), για να μοιράσουν ονομαστικά στην ίδια την Κλεοπάτρα και στα παιδιά της όλες τις χώρες που κάποτε εξουσίαζε ο Μέγας Αλέξανδρος. «Η τελετή αυτή είχε μεγάλη πολιτική σημασία για τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα, γιατί απέβλεπε στην κατακύρωση των χωρών που είχε κυριεύσει ο Μέγας Αλέξανδρος στη βασίλισσα της Αιγύπτου και στα παιδιά της και στην ίδρυση μιας ελληνορωμαϊκής αυτοκρατορίας».

Κατά τον χρόνο της τελετής ο Καισαρίων (Πτολεμαίος ΙΕ Καίσαρ) είναι δεκατεσσάρων (14) ετών, οι δίδυμοι Αλέξανδρος-Ήλιος και Κλεοπάτρα-Σελήνη επτά (7), ενώ ο Πτολεμαίος-Φιλάδελφος είναι μόλις δύο (2) ετών. Από τα τέσσερα παιδιά της Κλεοπάτρας μόνο ο Καισαρίων θεωρείται γιος του Καίσαρα. Οι υπόλοιποι τρεις είναι παιδιά της Κλεοπάτρας από τον Αντώνιο. (Το ποίημα δεν αναφέρεται στην Κλεοπάτρα-Σελήνη, την οποία, σύμφωνα με την πηγή, την «είπαν» βασίλισσα της Κυρηναϊκής)

Οι περιοχές που μοιράστηκαν, από τον Ελλήσποντο έως τον Ινδό ποταμό, περιλαμβάνονταν στις κτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου και ανήκαν κάποτε στους διαδόχους του. Την ιστορική περίοδο κατά την οποία διαδραματίζεται η συγκεκριμένη τελετή που περιγράφει ο Πλούταρχος, οι πλείστες από αυτές τις περιοχές αυτές ή δεν είχαν κατακτηθεί ακόμα από τον Αντώνιο (π.χ. η Παρθία) ή κυβερνιόνταν από υποτελείς βασιλιάδες ή υπασπιστές του Αντώνιου, σίγουρα πάντως δεν ανήκαν πλέον στα Ελληνιστικά βασίλεια και ούτε ελέγχονταν από τους Πτολεμαίους ή από τους Ρωμαίους. Η Αίγυπτος ήταν το τελευταίο ελληνιστικό βασίλειο, τελούσε υπό την κηδεμονία του Αντωνίου, βρισκόταν όμως σε πλήρη παρακμή. Αντίθετα, η Ρώμη ήταν ήδη κοσμοκράτειρα και μοίραζε αυθαίρετα τίτλους για περιοχές που προτίθετο να κατακτήσει. Τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο ο Αντώνιος, συναυτοκράτορας του Οκτάβιου, θέλει να ιδρύσει μια Ελληνορωμαϊκή Ανατολική Αυτοκρατορία, γι’αυτό και μοιράζει τίτλους στον εαυτό του και στους απογόνους του, οι οποίοι όμως δεν έχουν κανένα πραγματικό αντίκρισμα. Το μήνυμα διαβιβάστηκε στον Οκτάβιο (ή Οκταβιανό, τον μετέπειτα αυτοκράτορα «Αύγουστο») στη Ρώμη, ο οποίος θεώρησε το γεγονός ως επίδειξη αλαζονείας και πρόκληση. Η ενέργεια αυτή του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας επέφερε τη μοιραία αναμέτρηση με τον Οκτάβιο. Τρία χρόνια μετά την τελετή, ο στρατός του Αντώνιου θα νικηθεί από τον Οκτάβιο στη ναυμαχία στο Άκτιο, κι ένα χρόνο αργότερα, το 30π.Χ., ως μονοκράτορας πλέον της Ρώμης, θα εισέλθει νικητής στην Αλεξάνδρεια. Ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα θα αυτοκτονήσουν, ο Καισαρίωνας θα θανατωθεί με διαταγή του Οκταβιανού, γιατί, ως απόγονος του Ιουλίου Καίσαρα, μπορεί να διεκδικήσει την εξουσία της Ρώμης. Ο Αλέξανδρος, η Κλεοπάτρα-Σελήνη και ο Πτολεμαίος θα συρθούν αιχμάλωτοι στη Ρώμη, για να λαμπρύνουν τον θρίαμβο του νικητή. Ακολούθως, θα παραδοθούν στην Οκταβία, πρώην σύζυγο του Αντώνιου (από το 40 έως το 32 π.Χ.) και αδελφή του Οκταβιανού, μια γυναίκα αμείλικτη και εκδικητική. Το τέλος των παιδιών του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας δεν θα αργήσει. Ο Αλέξανδρος και ο Πτολεμαίος θα δολοφονηθούν πολύ σύντομα με δηλητήριο, ενώ η Κλεοπάτρα-Σελήνη θα ζήσει μόνο μέχρι τα τριάντα της χρόνια.

Η γνώση της τραγικής μοίρας των παιδιών της Κλεοπάτρας φωτίζει τη λαμπρή τελετή της οποίας στάθηκαν οι αδαείς πρωταγωνιστές και προσδίδει σε πρόσωπα και γεγονότα έντονη τραγική ειρωνεία.

Πώς ο Καβάφης αξιοποιεί την ιστορική πηγή του ποιήματος;

Ο Καβάφης επιλέγει να μην παραθέσει αυτούσια την περικοπή (απόσπασμα) από τον Πλούταρχο, αλλά επιλέγει, επεξεργάζεται και μεταπλάθει ποιητικά μόνο τα σημεία που τον ενδιαφέρουν (αυτά που έτρεξαν να δουν οι Αλεξανδρινοί) και τα παρουσιάζει μάλιστα μέσα από το βλέμμα των Αλεξανδρινών, απέναντι στους οποίους και στέκεται κριτικά. Καμία αναφορά δεν γίνεται στους Ρωμαίους, που θεωρούνται κατακτητές, αλλά ούτε και στον Αντώνιο. Καμία αναφορά δεν γίνεται ούτε στον Ιούλιο Καίσαρα, αφού ο Καισαρίων αναφέρεται μόνο ως γιος της Κλεοπάτρας και ως απόγονος των Λαγιδών, τονίζοντας έτσι το ένδοξο και την ελληνικότητα της καταγωγής του. Στο προσκήνιο βρίσκονται οι Αλεξανδρινοί, ενώ ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα στο παρασκήνιο, από όπου και σκηνοθετούν τη σκηνική δράση.

Από το ιστορικό υλικό ο Καβάφης φτιάχνει ένα πραγματικό δράμα, όπου το βάρος μετατοπίζεται από την ιστορική πράξη στην περιπέτεια και τα «πάθη» των ανθρώπων.

Ερμηνευτική προσέγγιση / στροφή

1η στροφή / στ. 1-7: Το ποίημα ξεκινά με μια «πεζή» έκθεση του ιστορικού γεγονότος, σε ρυθμό καθημερινής κουβέντας, χωρίς κανένα φραστικό στολίδι. Δηλώνονται απλώς: το γεγονός, ο λόγος της συνάθροισης, ο σκηνικός χώρος (Γυμνάσιο), οι ήρωες της «παράστασης» που θα δοθεί και οι ρόλοι του καθενός. Οι Αλεξανδρινοί δηλώνονται πρώτοι, ως θεατές-ήρωες και τοποθετούνται απέναντι από τους πρωτοεμφανιζόμενους «πρωταγωνιστές», τα παιδιά της Κλεοπάτρας, που θα στεφθούν βασιλείς. Οι Αλεξανδρινοί μαζεύονται όχι για το πολιτικό γεγονός της στέψης, αλλά «για να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά» που κάνουν την πρώτη τους δημόσια εμφάνιση.

Πρωταγωνιστές στο ποίημα δεν είναι ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα (όπως στον Πλούταρχο), αλλά οι Αλεξανδρινοί και τα παιδιά, που τοποθετούνται από το ποιητικό υποκείμενο στο κέντρο της δράσης. Το δηλωτικό της ταυτότητάς τους είναι μόνο η καταγωγή τους: παιδιά της Κλεοπάτρας. Αθώα λόγω ηλικίας, δηλώνονται ως πρωταγωνιστές αλλά στην ουσία είναι οι τραγικοί κομπάρσοι μιας καλοστημένης παράστασης που στήθηκε από άλλους, για να υποδυθούν τον ρόλο που τους ανέθεσαν («τα βγάζαν» για πρώτη φορά, υποδηλώνει την πρόθεση αυτών που σκηνοθέτησαν το θέαμα να αποκομίσουν πολιτικό όφελος από την τελετή της στέψης). Η δική τους γνώμη και βούληση δεν έχει καμία σημασία. Εξάλλου, πουθενά δεν θα ακουστεί η δική τους φωνή. Βρίσκονται απλώς στη σκηνή «σαν βουβά πρόσωπα μιας τραγωδίας» ή ως ανδρείκελα μιας παρακμιακής εξουσίας. Στη ουσία, τα παιδιά, χαμένα πίσω από αυτή την κούφια μεγαλοπρέπεια, είναι τα θύματα της μητρικής φιλοδοξίας, έρμαια του ανούσιου παιχνιδιού που παίζεται σε βάρος τους, θύματα μιας πολιτικής σκηνοθεσίας που δεν επέλεξαν. Η μικρή τους ηλικία όχι μόνο δεν τους επιτρέπει να συνειδητοποιήσουν τον ρόλο τους (εξάλλου πρώτη φορά τους βγάζουν σε δημόσια θέα), αλλά έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη λαμπρότητα και τη μεγαλοπρέπεια της ατμόσφαιρας, καθώς και με τους βαριούς τίτλους που θα τους απονεμηθούν στη συνέχεια. Η πρώτη τους εμφάνιση «εκεί», μέσα στο Γυμνάσιο, στο χώρο των θεαμάτων και των συναθροίσεων, μπροστά στον λαό, είναι ουσιαστικά και συμβολικά η πρώτη τους εμφάνιση πάνω στη σκηνή της ζωής και της ιστορίας. Η τραγική ειρωνεία είναι έντονη. Η εμφάνιση αυτή ήταν θεατρική και τραγική. Τα παιδιά αγνοούν, ενώ ο αναγνώστης γνωρίζει το τραγικό τέλος που τους επιφυλάσσει η ιστορία, το οποίο υποβάλλεται προφητικά και συμβολικά.

Η καβαφική ειρωνεία στρέφεται εξαρχής τόσο προς τους Αλεξανδρινούς που ήρθαν για το θέαμα αδιαφορώντας για την πολιτική του σημασία, όσο και προς τους σκηνοθέτες του θεάματος – τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα – οι οποίοι απουσιάζουν από το πρώτο πλάνο, αλλά κινούν από τα παρασκήνια τα νήματα της δράσης.

Σκηνοθέτης στο ποιητικό δρώμενο είναι το ποιητικό υποκείμενο (ενώ στην πηγή από τον Πλούταρχο ο Αντώνιος).

2η στροφή / στ.8-19: Τελετή απονομής των τίτλων. Μια μεγαλοπρεπής αλλά ψεύτικη παράσταση. Μαζί με τους βαριούς τίτλους μοιράζονται χώρες και λαοί, που ουσιαστικά δεν βρίσκονται υπό τη δικαιοδοσία των Αλεξανδρινών. Οι αναγορευθέντες βασιλείς είναι ανήλικα και ανυποψίαστα παιδιά, ανώριμα και ανίσχυρα, θολά είδωλα μιας σκιώδους εξουσίας. Είναι ταυτόχρονα θεατρικοί, τραγικοί και κωμικοί. Η δυσαναλογία ανάμεσα στην ηλικία των «βασιλέων» από τη μια και από την άλλη τους τίτλους και τις κτήσεις, τονίζει την αντίθεση ανάμεσα στα λόγια («τον είπαν») και τα έργα, ανάμεσα στα φαινόμενα και την πραγματικότητα, το φαίνεσθαι και το είναι. Τα παιδιά στο προσκήνιο φαίνονται σαν εξουσιαστές (βασιλείς), ενώ στην ουσία δεν έχουν καμία δύναμη. Το ρήμα (τον είπαν) επαναλαμβάνεται τέσσερις φορές, χωρίς υποκείμενο (ποιος έδινε τους τίτλους;), κι αυτό υποδηλώνει πως η ανακήρυξη είναι εικονική και όχι ουσιαστική, οι τίτλοι πομπώδεις, ογκώδεις και μακροσκελείς, αλλά κενοί περιεχομένου αφού ονομάζουν μια ανύπαρκτη εξουσία. Η αναγόρευση είναι στομφώδης και βαραίνει σαν τεράστιος όγκος το κάθε όνομα που ακούγεται, γελοιοποιώντας στην ουσία τους «βασιλείς». Η κωμικότητα της σκηνής είναι αναπόφευκτη. Απαιτείται, λοιπόν, περισσή θεατρικότητα, επιβλητικότητα και εξωτερικά στοιχεία αληθοφάνειας, τα οποία θα παρουσιαστούν θεατρικά αλλά και ειρωνικά.

Η καβαφική ειρωνεία εστιάζεται περισσότερο στον Καισαρίωνα, στον οποίο και επικεντρώνεται η λεπτομερής περιγραφή μιας κούφιας μεγαλοπρέπειας. Εδώ, η αντίθεση θεάματος και πραγματικότητας, αληθοφάνειας και επίγνωσης της αλήθειας, περιέχει πιο έντονη τραγική ειρωνεία.

Η επιμονή του Καβάφη στην πολυτελή, μεγαλοπρεπή και ιδιαίτερα προσεγμένη ενδυματολογία του δεκατετράχρονου αγοριού (η ενδυμασία του θυμίζει κοστούμι θεάτρου) φωτίζει τη θεατρική διάσταση της τελετής. Η όλη αμφίεση του Καισαρίωνα εκπέμπει χάρη, ερωτισμό και θηλυπρέπεια παρά βαρύτητα εξουσίας. Η ανατολίζουσα χλιδή δεν συνάδει με τη σοβαρότητα που αρμόζει σ’ένα τέτοιο αξίωμα (βασιλέας των βασιλέων). Αποκαλύπτει, όμως, τον παρακμιακό χαρακτήρα της εποχής αυτής, που επικεντρώνεται στην αισθητική απόλαυση και τη φαινομενική, χωρίς ουσία μεγαλοπρέπεια. Η άφταστη πολυτέλεια του ιματισμού του Καισαρίωνα, το φορτίο του στολισμού του, δείγμα ανατολίτικης τρυφής και καθόδου ανδροπρεπές, καθώς και ο υπέρτατος τίτλος (σπάνιος στην ιστορία), βρίσκονται σε πλήρη δυσαρμονία με την πραγματικότητα. Ο Καισαρίων λάμπει με τη χάρη και την ομορφιά του, αλλά εξαφανίζεται κάτω από το φορτίο αυτού του στολισμού και του κούφιου τίτλου του. Το μάκρος της περιγραφής  που γίνεται με ιδιαίτερη αισθητική επιμέλεια από τον ποιητή ενισχύει το στοιχείο του θεατρινισμού, της γελοιοποίησης του τίτλου εξουσίας, με ειρωνικό και τραγικό αποκορύφωμα την ανακοίνωση του βαρύγδουπου τίτλου: «βασιλέας των βασιλέων».  Η επωνυμία αυτή παραπέμπει στον Χριστό και στα πάθη του. Υπαινίσσεται έτσι και προϊδεάζει τον αναγνώστη για τα μελλοντικά πάθη του Καισαρίωνα, προοικονομώντας το τραγικό του τέλος.

Η φιγούρα του Καισαρίωνα γίνεται ακόμη πιο τραγική στην 4η στροφή, όταν (στην παρένθεση μάλιστα) θα δοθεί η ένδοξη ελληνική του καταγωγή (αίμα των Λαγιδών), ενώ αποκρύβεται η ρωμαϊκή του καταγωγή που θα του έδινε δικαίωμα στην εξουσία ως υιού του Ιούλιου Καίσαρα. Με την ομορφιά του διασώζεται η ανάμνηση της ένδοξης γενιάς του και με την αναφορά μόνο στην καταγωγή της μητέρας του προοικονομείται το τραγικό του τέλος, αφού θα δολοφονηθεί για να μην πάρει ως γνήσιος Ρωμαίος και απόγονος του Καίσαρα τα ηνία της εξουσίας. Αθώος, θα γίνει το θύμα των αμαρτιών των γονιών του και θα τους ακολουθήσει στην καταστροφή, όπως γίνεται στις αρχαίες τραγωδίες.

3η στροφή / στ.20-21: Έντονη η ειρωνεία στους στίχους που αποτελούν τον κεντρικό άξονα του ποιήματος. Ο σκηνοθετικός φακός στρέφεται προς τους πραγματικούς συντελεστές της παράστασης, το πλήθος. Είναι οι πραγματικοί συντελεστές, αφού χωρίς θεατές δεν μπορεί να υπάρξει θέαμα. Είναι ταυτόχρονα θεατές και πρωταγωνιστές της σκηνής. Ως θεατές γνωρίζουν την αλήθεια, διαισθάνονται την ιστορική πραγματικότητα. Η απάτη των σκηνοθετών της τελετής αποκαλύπτεται, ενώ απομυθοποιείται η ψευδαίσθηση του θεάματος. Δεν χάνεται, όμως, η απόλαυση του θεάματος, γι’αυτό και συνεχίζουν να μετέχουν σ’αυτή τη στημένη θεατρική παράσταση. Οι θεατές γίνονται πρωταγωνιστές στη σκηνή, αφού παρουσιάζονται ως συνένοχοι των ηγετών τους στην εξαπάτηση.

4η στροφή / στ.22-34: Το αλλά εξηγεί – δεν δικαιώνει όμως – τη στάση των θεατών. Το αλεξανδρινό περιβάλλον (η μέρα, ο ουρανός, το Γυμνάσιο, η πολυτέλεια,) μαζί και η χάρις του Καισαρίωνα συμβάλλουν στο ωραίο θέαμα, κι αυτό μόνο ενδιαφέρει τους Αλεξανδρινούς. Το μωσαϊκό αυτό των εθνών (Έλληνες, Αιγύπτιοι, Εβραίοι), με ιεραρχικά πρώτους τους Έλληνες, δεν τρέφει καμιά αυταπάτη για τα γεγονότα. Ξέρει πως πρόκειται για «κούφια λόγια», για τίτλους κενούς περιεχομένου. Γοητεύεται, όμως, από το ωραίο θέαμα, αφήνεται στην νωχέλεια της Ανατολής (μέρα ζεστή και ποιητική) και αναλώνεται στην αισθητική απόλαυση. Εντελώς αδιάφοροι για τα πολιτικά δρώμενα, οι Αλεξανδρινοί γνωρίζουν την αλήθεια, αλλά δεν ενδιαφέρονται για τη σημασία και τις πολιτικές διαστάσεις της τελετής αυτής. Η πολιτική τους συνείδηση νοσεί, αφού απουσιάζει η αίσθηση της πολιτικής τους ευθύνης. Σε μια εποχή παρακμής, αισθάνονται τη ματαιότητα να αναμειχθούν ενεργά στα πολιτικά παιχνίδια της εξουσίας και ανέχονται παθητικά το ξεγέλασμα από τους κάθε λογής ηγετίσκους. Η ενεργητικότητά τους εξαντλείται στις επευφημίες, στις ζητωκραυγές και τα χειροκροτήματα. Με θορυβώδεις εκδηλώσεις που τους βάζουν στο προσκήνιο της δράσης, υποδύονται θαυμάσια τον δικό τους ρόλο: θεατές-συνεργοί αυτής της παρωδίας στέψης. Το ποιητικό υποκείμενο με ειρωνικό ύφος κατακρίνει τη στάση τους.

Πώς ερμηνεύεται αυτή η συμπεριφορά του πλήθους:

Πρόκειται για μια πανσπερμία εθνών που συμπεριφέρεται με κυνική αδιαφορία και πολιτικό αμοραλισμό, ωσάν η πολιτική κρίση της εποχής τους να μην τους αφορά. Είναι ένας όχλος που παθιάζεται με το ωραίο θέαμα (καμία σχέση βέβαια με τον ρωμαϊκό όχλο που παθιάζεται με τις μονομαχίες και τις θηριομαχίες). Κοινό τους στοιχείο η αγάπη για το αισθητικά ωραίο. Πρόκειται για ένα κράμα από φυλές που μιλάνε τις εθνικές τους γλώσσες, αλλά τους ενώνει η ίδια αίσθηση των πραγμάτων: η γοητεία από το ωραίο θέαμα. Είναι οι εκφραστές μιας παρακμιακής εποχής που ανάγει την επιφανειακή ομορφιά σε ύψιστη αξία.

Η αντίθεση της εποχής αυτής με την κλασική αρχαιότητα είναι εμφανής. «Αντί για την πόλη, που ήταν ο φορέας της πολιτικής και της άλλης δραστηριότητας των ανθρώπων, τώρα παρατηρούνται τα μεγάλα κοσμοπολίτικα κέντρα με την πανσπερμία των φυλών. Αντί για πολίτες υπεύθυνοι που κρατούν στα χέρια τους την τύχη της πολιτείας, τώρα υπάρχουν μάζες ανθρώπων ποικίλων διασταυρώσεων. Το άτομο έχει πλέον εξαφανιστεί μέσα στο ανώνυμο πλήθος. Τη θέση του υπεύθυνου και χρηστού πολίτη έχει πλέον πάρει η μάζα. Η χρηστότητα και η πολιτική υπευθυνότητα του πολίτη της ελληνικής πόλης-κράτους εκμηδενίστηκε από τις τεράστιες πολιτικές δυνάμεις που υπερβαίνουν το άτομο. Έτσι ανοίγεται ο δρόμος για τον ατομισμό, τον ηδονισμό και τον πολιτικό αμοραλισμό.

Από την άλλη, αυτό που καθοδηγεί τον λαό δεν είναι μόνο ο ρηχός του πόθος για θέαμα. Στη συμπεριφορά του υπάρχει κάποια συγκατάβαση με όσα γίνονται από συμπόνια για την τύχη των τριών «βασιλέων». Λες και με τη στάση του προσπαθεί να τα ξεγελάσει, να μην συνειδητοποιήσουν την τραγική τους μοίρα, αφού γνωρίζει πως παρόμοια τύχη περιμένει και τους ίδιους μέσα σε αυτή την τραγική εποχή. Σε τι θα οφελούσαν οι θρήνοι και αποδοκιμασίες για όσα τους περιμένουν, αφού δεν μπορούν να αλλάξουν την ιστορία; Η σκηνή της «αλεξανδρινών βασιλέων» είναι η σκηνή της ιστορίας. Έχοντας επίγνωση της τραγικότητας της ιστορίας και των ανθρωπίνων, οι Αλεξανδρινοί αφήνονται παθητικά στο ωραίο θέαμα, με συναίσθηση πως η ζωή αξίζει μόνο σαν αισθητική απόλαυση.»

Ιστορικές αντιστοιχίες ανάμεσα στον πολιτικο-κοινωνικό πλαίσιο κατά τον ιστορικό και τον αφηγηματικό χρόνο του ποιήματος

Το ιστορικό γεγονός της αφήγησης τοποθετείται στην Αλεξάνδρεια το 34 π.Χ., όταν το Βασίλειο της Αιγύπτου βρισκόταν σε περίοδο γενικής παρακμής. «Ο αμοραλισμός που κυριαρχούσε ανάμεσα στα μέλη της βασιλικής οικογένειας είχε αναγάγει τις δολοπλοκίες και τις μηχανορραφίες σε μόνιμη καθημερινή κατάσταση, ενώ συχνά η δολοφονία έδινε τη λύση, όταν συγκρούονταν οι φιλοδοξίες. Τα θέματα του κράτους ρυθμίζονταν ερήμην του λαού, που δεν είχε πια καμία σχέση με τον πολίτη της πόλης – κράτους των κλασικών χρόνων. Η Κλεοπάτρα βρίσκεται τώρα κάτω από την πολιτική κηδεμονία του Μάρκου Αντώνιου, ενώ η απειλή της Ρώμης γίνεται κάθε μέρα και περισσότερο φανερή. Η ζωή και ο πολιτισμός των Αλεξανδρινών, ύστερα από μια περίοδο άνθησης, έχουν πλέον εκφυλιστεί σε εκδηλώσεις παρακμιακές: λείπουν οι υψηλοί στόχοι και τα ιδανικά και ένα αίσθημα κόρου και ματαιότητας κυριαρχεί. Η αγάπη για το ωραίο έχει αφήσει τη θέση της σ’έναν υπερβολικά εκλεπτυσμένο αισθητισμό με ευδιάκριτες αισθησιακές προεκτάσεις.

Μέσα σ’αυτή τη γενική παρακμή οι Αλεξανδρινοί, πανσπερμία φυλών και γλωσσών, διατηρούν την ικανότητα να αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα μέσα στην οποία ζουν. Μόνο που ο σκεπτικισμός και η αίσθηση της ματαιότητας, που κυριαρχούν στη ζωή τους, τους έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση αδιαφορίας για την πολιτική και τα πολιτικά παιχνίδια των ισχυρών ή όσων νομίζουν πως είναι ισχυροί. Εξαντλούν έτσι την όποια ζωτικότητά τους απολαμβάνοντας το «ωραίο  θέαμα» που τους προσφέρεται, χωρίς να τους εμποδίζει σ’αυτό η συναίσθηση πως δεν είναι παρά ένα καλοστημένο θέατρο, όπου παίζουν κι οι ίδιοι τον ρόλο τους.» (βοηθητικό υλικό ΥΠΠ)

Τη εποχή που γράφεται το ποίημα (1912) εδραιώνεται στην Αίγυπτο η αγγλική κυριαρχία έναντι της Τουρκικής κηδεμονίας, μετά από πολύχρονες αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ από την μια των Οθωμανών και των Τουρκαλβανών ηγεμόνων που συνεργάζονταν με τον Σουλτάνο και από την άλλη των Ευρωπαίων, Άγγλων και Γάλλων κυρίως που επιθυμούσαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους το Σουέζ και την Ερυθρά θάλασσα. Το 1914 η Αίγυπτος ανακηρύχτηκε επίσημα αγγλικό προτεκτοράτο, ενώ, μετά από εξεγέρσεις των Αιγυπτίων, η Βρετανία υποχρεώνεται να ανακηρύξει το 1922 την Αίγυπτο ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, διατηρώντας όμως τις δεκαετίες που ακολούθησαν οικονομικά και στρατιωτικά δικαιώματα στη χώρα. Την περίοδο που γράφεται το ποίημα, πλήθος Ευρωπαίων (μεταξύ των οποίων και δεκάδες χιλιάδες Έλληνες) ζουν στην Αίγυπτο και ασχολούνται με ανθηρές οικονομικές δραστηριότητες (σημαντική πηγή εισοδημάτων ήταν το εμπόριο του βαμβακιού). Όταν κατασκευάζεται από τους Ευρωπαίους η Διώρυγα του Σουέζ (τέλη 19ου αιώνα) οι Αιγύπτιοι καλούνται σε γιορτές και πανηγύρια (γι’αυτά τα έργα που τους υποδούλωναν στους ξένους και φυγάδευαν τον πλούτο της χώρας προς τη δύση, οδηγώντας τους σε περαιτέρω φτωχοποίηση). Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως και η Ελληνική κοινότητα της Αιγύπτου παραγκωνίζεται από την αγγλική επιχειρηματική δραστηριότητα (τέλη 19ου και αρχές 20ου αιώνα).

Σύμφωνα με κάποιους μελετητές, πίσω από την απονομή των τίτλων στα παιδιά της Κλεοπάτρας διακρίνεται η απονομή τίτλων στα παιδιά του Γεωργίου Α (βασιλιά της Ελλάδας).

Συμβολικός χαρακτήρας του ποιήματος:

Κύριος άξονας του ποιήματος είναι το θέατρο (υποκρισία) και το θέαμα της πολιτικής. Με αφορμή το ιστορικό γεγονός, το ποίημα διακρίνεται για τον συμβολικό και διαχρονικό του χαρακτήρα και λειτουργεί κριτικά τόσο απέναντι στους υποκριτές πολιτικούς ηγέτες, όσο και απέναντι στις μάζες των ανεύθυνων πολιτών που ανέχονται την πολιτική υποκρισία των ηγετών τους. Η θεατρική σκηνοθεσία του ποιήματος ενισχύει την ειρωνεία του ποιητικού υποκειμένου απέναντι στις σκηνοθετημένες πράξεις συγκάλυψης της αλήθειας εκ μέρους των ηγετών και παραπλάνησης ενός ανεύθυνου πλήθους. Σε αυτή τη σκηνή του πολιτικού θεάτρου, αποκαλύπτονται αφενός τα ψεύδη και οι συμβιβασμοί της πολιτικής, η υποκρισία και η απόκρυψη της αλήθειας από φιλόδοξους αλλά ουσιαστικά ανίσχυρους ψευτοβασιλείς και ηγετίσκους, οι οποίοι αποκρύπτουν πίσω από θεατρινισμούς, εντυπωσιακές αλλά κενού περιεχομένου τελετές και κούφια λόγια τις πραγματικές διαστάσεις των γεγονότων και την πολιτική πραγματικότητα. Κι όπως το θέατρο χρειάζεται όχι μόνο πρωταγωνιστές επί σκηνής αλλά και θεατές που με τη στάση τους να ενθαρρύνουν την συνέχεια της παράστασης, έτσι και στο πολιτικό θέατρο, τα πλήθη συνδράμουν στη συντήρηση της πολιτικής υποκρισίας. Στο ποίημα φωτίζονται με κριτικό φακό τόσο η συμπεριφορά των πολιτικών πρωταγωνιστών όσο και η ψυχολογία και η συμπεριφορά του πλήθους, σε εποχές ηθικής κρίσης και παρακμής. Γιατί το πλήθος όχι απλώς συνεργεί με την απάθειά του σε αυτή την καλοστημένη παράσταση εντυπώσεων, αλλά επιπλέον επικροτεί το πολιτικό ψεύδος χωρίς να αντιλαμβάνεται εις βάθος την τραγικότητα των καιρών ούτε να συνειδητοποιεί τις συνέπειες αυτής του της στάσης. Συμπερασματικά, το ποίημα λειτουργεί συμβολικά και διαχρονικά και χαρακτηρίζεται από έντονη ειρωνεία για τον καιροσκοπισμό και τον πολιτικό αμοραλισμό των πολιτικών ηγετίσκων, για τα πολιτικά παιχνίδια που στήνονται εις βάρος αλλά και με την ανοχή των λαών σε κάθε εποχή.

Γνωρίσματα της Καβαφικής ποιητικής τέχνης που αναγνωρίζονται στο ποίημα: πεζολογικός χαρακτήρας, συμβολική χρήση ιστορικών προσώπων και γεγονότων, ειρωνεία, αισθησιασμός, θεατρικότητα, επαναλήψεις, ιδιότυπη καβαφική γλώσσα

Ποιητικό υποκείμενο: τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής

Καβαφική ειρωνεία:

  • περιγραφή των τίτλων που απονέμονται – χρήση της παύλας, ασύντακτο σχήμα, φράση «τον είπαν» και μάλιστα σε επανάληψη (στ. 8-10, 32-33)
  • απόδοση τίτλων κενών περιεχομένου: ονομασία των απέραντων εδαφικών εκτάσεων που δίνονται στους «βασιλείς» σε αναντιστοιχία με την πραγματικότητα
  • υπέρτατος τίτλος: βασιλέας των βασιλέων, τίτλος που δόθηκε ειρωνικά στον Χριστό από τους δημίους του
  • περιγραφή του Καισαρίωνα : η τρυφηλότητα και η χάρις με την οποία περιγράφεται δεν αρμόζουν στη σοβαρότητα των τίτλων που του απονέμονται και δη σε έναν Ρωμαίο ηγέτη
  • στοιχεία περιγραφής του σκηνικού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα η τελετή
  • η αντίφαση ανάμεσα στην πραγματικότητα και το φαίνεσθαι και φράσεις που δηλώνουν αυτή την αντίφαση: αυτόν, τον είπαν…, έτρεχαν πιαστην εορτή
  • η δήλωση της επίγνωσης της αλήθειας από τους Αλεξανδρινούς (στ. 20-21)
  • επανάληψη του και: κ’οι Αλεξανδρινοί έτρεχαν, κ’ ενθουσιάζονταν, κ’επευφημούσαν

Θεατρικότητα: Όλη η τελετή μοιάζει σαν θεατρική παράσταση. Όλοι οι συμμετέχοντες φαίνεται να παίζουν θέατρο. Οι άρχοντες εξαπατούν τον λαό και ο λαός υποκρίνεται πως δεν το αντιλαμβάνεται (στο ποίημα δηλώνεται πως οι Αλεξανδρινοί έχουν επίγνωση του υποκριτικού χαρακτήρα της τελετής). Το ποίημα αναπαριστά το θέαμα της τελετής με έντονη θεατρικότητα. (Θυμίζει κινηματογραφική απόδοση μιας θεατρικής παράστασης)

Σκηνικός χώρος (Γυμνάσιο της Αλεξάνδρειας), σκηνοθεσία (το ποιητικό υποκείμενο σκηνοθετεί την σκηνή που σκηνοθέτησαν ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα, τους οποίους αφήνει να κινούν τα νήματα από το παρασκήνιο), σκηνογραφία (μέρα ζεστή, μες στη λαμπρή παράταξη των στρατιωτών), τελετή-θέαμα,  πρωταγωνιστές/ δρώντα πρόσωπα, κομπάρσοι (στρατιώτες σε λαμπρή παράταξη), θεατές (λαός της Αλεξάνδρειας θεατές και πρωταγωνιστές μαζί, όπως στο  θέατρο), ενδυμασία προσώπων και σκευήδράση, (ακούγονται) χειροκροτήματα και επευφημίεςήθος προσώπων (υποκρισία του πλήθους και των σκηνοθετών της τελετής:

Διαφαίνονται δύο επίπεδα επιφανειακής /θεατρικής δράσης: α) το πολιτικό θέατρο που παίζουν οι ισχυροί για να εντυπωσιάσουν ο ένας τον άλλο και τους υπηκόους τους. β) το θέατρο που παίζουν οι Αλεξανδρινοί ως ανταπόκριση στους άρχοντες τους. Σύμφωνα με τον Καβάφη, πίσω από αυτές τις παραστάσεις είναι κρυμμένη η αλήθεια που την ξέρουν όλοι οι μετέχοντες, άρχοντες, αρχόμενοι κι αντίπαλοι.» EKeeley


Ευχαριστίες στη Φιλόλογο Αγάθη Γεωργιάδου, για τις πολύ εύστοχες επισημάνσεις της για το ποίημα, τις οποίες και αξιοποίησα στην ανάλυσή μου.

Ερωτήσεις:

  1. Να εντοπίσετε στο ποίημα «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» και να γράψετε τις φράσεις με τις οποίες δηλώνεται η τρυφηλότητα του Καισαρίωνα.
  2. Να εντοπίσετε στο ποίημα «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» και να γράψετε τις φράσεις με τις οποίες διαφαίνεται η αθωότητα των παιδιών της Κλεοπάτρας για όσα επισυμβαίνουν.
  3. Να δώσετε τεκμηριωμένα τρεις χαρακτηρισμούς στο πλήθος των Αλεξανδρινών, με βάση τη συμπεριφορά τους στο ποίημα «Αλεξανδρινοί Βασιλείς»
  4. «Το ποίημα Αλεξανδρινοί Βασιλείςθεωρείται ιστοριογενές και όχι ιστορικό ή ψευδοιστορικό». Να τεκμηριώσετε σε 40-50 λέξεις την θέση αυτή.
  5. Να εξηγήσετε την τραγική ειρωνεία στον ποίημα «Αλεξανδρινοί Βασιλείς», τεκμηριώνοντας την απάντησή σας με φράσεις από το ποίημα.
  6. Ποιος είναι ο σκηνικός χώρος σε κάθε ένα από τα δύο ποιήματα «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» και «Περιμένοντας τους βαρβάρους;». Να τεκμηριώσετε την απάντησή σας με φράσεις από τα ποιήματα.
  7. Να εντοπίσετε στα ποιήματα «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» και «Το 31π.Χ. στην Αλεξάνδρεια» κοινά στοιχεία στη συμπεριφορά του πλήθους, τεκμηριώνοντας την απάντησή σας με φράσεις από τα δύο ποιήματα.
  8. Πώς παρουσιάζεται η ελληνικότητα στα ποιήματα «Αλεξανδρινοί Βασιλείς», «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης» και «Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής» και ποια αξιολογική σημασία της αποδίδεται; (να βρείτε σε κάθε ποίημα τα στοιχεία που δείχνουν την ελληνικότητα των προσώπων ή τους τρόπους με τους οποίους τα πρόσωπα ενδύονται την ελληνική ταυτότητα/ιδιότητα και να σχολιάσετε πώς τα πρόσωπα αξιολογούνται χάρη σε αυτήν)

Το 31 π.X. στην Aλεξάνδρεια

Aπ’ την μικρή του, στα περίχωρα πλησίον, κώμη,

και σκονισμένος από το ταξείδι ακόμη

έφθασεν ο πραγματευτής. Και «Λίβανον!» και «Κόμμι!»

«Άριστον Έλαιον!» «Άρωμα για την κόμη!»

στους δρόμους διαλαλεί. Aλλ’ η μεγάλη οχλοβοή,

κ’ η μουσικές, κ’ η παρελάσεις πού αφίνουν ν’ ακουσθεί.

Το πλήθος τον σκουντά, τον σέρνει, τον βροντά.

Κι όταν πια τέλεια σαστισμένος, «Τι είναι η τρέλλα αυτή;» ρωτά,

ένας του ρίχνει κι αυτουνού την γιγαντιαία ψευτιά

του παλατιού — που στην Ελλάδα ο Aντώνιος νικά.

Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης

Άρεσε γενικώς στην Aλεξάνδρεια,

τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού,

ο ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης

Aριστομένης, υιός του Μενελάου.

Ως τ’ όνομά του, κ’ η περιβολή, κοσμίως, ελληνική.

Δέχονταν ευχαρίστως τες τιμές, αλλά

δεν τες επιζητούσεν· ήταν μετριόφρων.

Aγόραζε βιβλία ελληνικά,

ιδίως ιστορικά και φιλοσοφικά.

Προ πάντων δε άνθρωπος λιγομίλητος.

Θάταν βαθύς στες σκέψεις, διεδίδετο,

κ’ οι τέτοιοι τόχουν φυσικό να μη μιλούν πολλά.

Μήτε βαθύς στες σκέψεις ήταν, μήτε τίποτε.

Ένας τυχαίος, αστείος άνθρωπος.

Πήρε όνομα ελληνικό, ντύθηκε σαν τους Έλληνας,

έμαθ’ επάνω, κάτω σαν τους Έλληνας να φέρεται·

κ’ έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν

χαλάσει την καλούτσικην εντύπωσι

μιλώντας με βαρβαρισμούς δεινούς τα ελληνικά,

κ’ οι Aλεξανδρινοί τον πάρουν στο ψιλό,

ως είναι το συνήθειο τους, οι απαίσιοι.

Γι’ αυτό και περιορίζονταν σε λίγες λέξεις,

προσέχοντας με δέος τες κλίσεις και την προφορά·

κ’ έπληττεν ουκ ολίγον έχοντας

κουβέντες στοιβαγμένες μέσα του.

Επιτύμβιον Aντιόχου, βασιλέως Kομμαγηνής

Μετά που επέστρεψε, περίλυπη, απ’ την κηδεία του,

η αδελφή τού εγκρατώς και πράως ζήσαντος,

του λίαν εγγραμμάτου Aντιόχου, βασιλέως

Κομμαγηνής, ήθελ’ ένα επιτύμβιον γι’ αυτόν.

Κι ο Εφέσιος σοφιστής Καλλίστρατος —ο κατοικών

συχνά εν τω κρατιδίω της Κομμαγηνής,

κι από τον οίκον τον βασιλικόν

ασμένως κ’ επανειλημμένως φιλοξενηθείς—

το έγραψε, τη υποδείξει Σύρων αυλικών,

και το έστειλε εις την γραίαν δέσποιναν.

«Του Aντιόχου του ευεργέτου βασιλέως

να υμνηθεί επαξίως, ω Κομμαγηνοί, το κλέος.

Ήταν της χώρας κυβερνήτης προνοητικός.

Υπήρξε δίκαιος, σοφός, γενναίος.

Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός—

ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν·

εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν.»

Κωνσταντίνος Καβάφης

 

Αλεξανδρινοί βασιλείς

 
της Αγάθης Γεωργιάδου

Το ποίημα «Αλεξανδρινοί βασιλείς» (1912) ανήκει στον κύκλο των Αλεξανδρινών ποιημάτων του Καβάφη, μαζί με το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», «Καισαρίων», «Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια», «Η δόξα των Πτολεμαίων», «Εν δήμω της Μικράς Ασίας» κ.ά. Αυτά τα ποιήματα επικεντρώνονται γύρω από την κοσμοϊστορική νίκη των Ρωμαίων στο Άκτιο (31 π.Χ.) και τη συνακόλουθη υποταγή του τε­λευταίου ελληνιστικού κράτους, του αιγυπτιακού, στη ρωμαϊκή αυ­τοκρατορία, γεγονός που σήμανε την οριστική εξαφάνιση του αρ­χαίου ελληνικού κόσμου. Έτσι, από τις τρεις κατηγορίες στις οποίες διακρίνονται τα «ιστορικά» ποιήματα του Καβάφη («ψευδοϊστορικά», «ιστορικοφανή» και «ιστοριογενή»), θα μπορούσαμε να εντάξουμε τα ποιήματα αυτά στα «ιστοριογενή», όπου δηλώνεται άμεσα το ιστορικό υλικό από το οποίο είναι εμπνευσμένα και κατά κάποιο τρόπο δεσμευμένα (Μ. Πιερής).
Στους «Αλεξανδρινούς βασιλείς» ο Καβάφης περιγράφει ένα γεγο­νός του 34 π.Χ. που διάβασε στους Βίους Παράλληλους του Πλούταρχου. Η περικοπή έχει ως εξής σε μετάφραση: «Αφού ο Αντώνιος γέμισε με όχλο το στάδιο και τοποθέτησε πάνω σε ασημένια εξέδρα δύο χρυσούς θρόνους, έναν για τον εαυτό του και έναν για την Κλεοπάτρα, και για τα παιδιά άλλους, λιγότερο εντυπωσιακούς, πρώτα ανακήρυξε την Κλεοπάτρα βασίλισσα της Αιγύπτου, της Κύπρου, της Λιβύης και της Κοίλης Συρίας με συμβασιλέα τον Καισαρίωνα, ο οποίος θεωρούνταν παιδί του Καίσαρα, και ύστερα ανακήρυξε βα­σιλείς των βασιλέων τους δικούς του γιους που είχε αποκτήσει με την Κλεοπάτρα- στον Αλέξανδρο επιδίκασε την Αρμενία, τη Μηδία και τα εδάφη των Πάρθων, όταν θα υποτάσσονταν στον Πτολεμαίο τη Φοινίκη, τη Συρία και την Κιλικία. Ταυτόχρονα, παρουσίασε τον Αλέξανδρο με μηδικό φόρεμα που συνοδευόταν από στέμμα και περσικό κάλυμμα κεφαλιού, ενώ τον Πτολεμαίο ντυμένο με υποδή­ματα, χλαμύδα και φαρδύ καπέλο».
Η τελετή αυτή είχε μεγάλη πολιτική σημασία για τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα, γιατί απέβλεπε στην κατακύρωση των χωρών που είχε κυ­ριεύσει ο Μέγας Αλέξανδρος στη βα­σίλισσα της Αιγύπτου και στα παιδιά της και στην ίδρυση μιας ελληνο­ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Το γεγονός αυτό οδήγησε τρία χρόνια αρ­γότερα στην τελική αναμέτρηση με τον Οκτάβιο και στον τραγικό θάνατο του Αντώνιου και της Κλεοπάτρας. Με την αναφορά στην τελετή των Δωρεών ο Πλούταρχος στόχευε να δείξει τον ξεπεσμό του Ρωμαίου υπάτου, που είχε γίνει υποχείριο της Κλεοπά­τρας. Επιπλέον, ήθελε να αποδοκιμάσει τη διάβρωση του αυστηρού ρωμαϊκού ήθους του και την υποταγή του στην ανατολίτικη χλιδή.

Ο Καβάφης συνειδητά, σύμφωνα με ανέκδοτο αυτοσχόλιό του, δεν χρησιμοποιεί αυτούσια την περικοπή του Πλουτάρχου, αλλά τη μεταπλάθει επιλέγοντας μόνο τα σημεία που τον ενδιαφέρουν, περιγράφοντας, δηλαδή, από την τελετή μόνο ότι κατά τη γνώμη του έσπευδαν να δουν οι Αλεξανδρινοί («Την ανακήρυξιν εις βασιλείς των τριών υιών, των αρρένων κληρονόμων του οίκου των Λαγιδών»). Ως εκ τούτου, ερμηνεύεται εύκολα γιατί το πλήθος των Αλεξανδρινών αποκτά πρωτεύοντα ρόλο στο ποίημα και αποσιωπάται ο ρόλος του Αντώνιου στην τελετή, ενώ μνημονεύεται μόνο η Κλεοπάτρα ως μητέρα των παιδιών και παραλείπεται η συμβασιλεία της με τον Καισαρίωνα. Το ενδιαφέρον των Αλεξανδρινών είναι φυσικό να μην εστιάζεται στο λαμπρό σκηνικό (στο αργυρό βήμα και στους χρυσούς θρόνους), αλλά στην αμφίεση των παιδιών (μεροληψία Καβάφη: παραλείπεται η αμφίεση του Αλέξανδρου και Πτολεμαίου και ευνοείται του προσώπου που συμπαθεί ιδιαίτερα, του Καισαρίωνα, ο οποίος μάλιστα γίνεται το επίκεντρο του θεάματος). Έχουμε, βέβαια, και την αναμενόμενη ποιητική παρέμβαση: η όλη διαδικασία γίνεται αντικείμενο σαρκασμού από τον ποιητή-αφηγητή.

Το ποίημα έχει τα γνωστά καβαφικά γνωρίσματα: τον πεζολογικό χαρακτήρα, τη συμβολική χρήση ιστορικών προσώπων, την ειρωνεία, τον αισθησιασμό. Αρχίζει με την περιγραφή του ιστορικού γεγονότος της αναγόρευσης, στο οποίο επεμβαίνει σκηνοθετικά ο ποιητής τοποθετώντας την τελετή σε ανοιχτό χώρο (στο «Γυμνάσιο»), με πλήθος θεατές (Αλεξανδρινούς και λαμπρά αγήματα στρατιωτών). Το θέαμα είναι εντυπωσιακό και προκαλεί όλες τις αι­σθήσεις, ιδιαίτερα την όραση. Είναι όλοι διψασμένοι για «να δουν» τα παιδιά της Κλεοπάτρας, τα οποία αναφέρονται κατά ηλικίες, με έμφαση στον Καισαρίωνα. Ο Αντώνιος είναι ανύπαρκτος στο σκηνικό, ενώ η βασίλισσα της Αιγύπτου έχει δευτερεύοντα ρόλο. Τον πρώτο ρόλο τον έχουν τα παιδιά. Είναι αξιοσημείωτο το ρήμα «τα βγάζαν» που χρησιμοποιείται για την πρώτη δημόσια εμφάνιση του Αλέξανδρου και του Πτολεμαίου και το οποίο δείχνει την πρόθεση κάποιων να αποκομίσουν προσωπική δόξα από την τελετή. Η αναγόρευση αρχίζει με την απονομή των βασιλικών τίτλων: πρώτα στον Αλέ­ξανδρο (7 ετών), ύστερα στον Πτολεμαίο (2 ετών) και τελευταίο στο δεκα­τετράχρονο Καισαρίωνα. Οι τίτλοι είναι εντυπω­σιακοί, αλλά χωρίς περιεχόμενο. Οι χώρες που τους προσφέρονται δεν ανήκουν στο βασίλειο της Αιγύπτου. Η φανταχτερή τελετή, λοιπόν, απέβλεπε στον εντυπωσιασμό του πλήθους με «θύματα» τα ανήλικα παιδιά της Κλεοπάτρας που ανέβηκαν στην εξέδρα σαν βουβά πρόσωπα τραγωδίας, «έρμαια του ανόσιου παιχνιδιού που παίζεται σε βάρος τους» (Μηλιώνης), ανίκανα να συνειδητοποιήσουν την πραγματικότητα ή να προβλέ­ψουν τις εξελίξεις: το 30 π.Χ. ο Καισαρίων εκτελέστηκε, ενώ τα αδέρφια του αιχμαλωτίστηκαν και πέθαναν σε νεαρή ηλικία. Η γνώση των ιστορικών λεπτομερειών, που δεν παρατίθενται από τον Καβάφη, δίνει μια τραγική διάσταση στο ποίημα: τη θυσία των παιδιών στο βωμό των μητρικών φιλοδοξιών.

Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον Καισαρίωνα και στην αμφίεση του, που τη χαρακτήριζαν ωραία υφάσματα σε ροδόχροα χρώματα, κορδέλες και πολύτιμοι λίθοι, ζαφείρια, αμέθυστοι και μαργαριτάρια. Η ομορφιά του Καισαρίωνα είναι εκτυφλωτική και καθρεφτίζει την ανατολίτικη πολυτέλεια. Οι πομπώδεις λέξεις της καθαρεύουσας που επιστρατεύονται για να αποδοθεί η εντυπωσιακή εμφάνιση του εφήβου περιέχουν ένα είδος ειρωνείας για την κενότητα και τη ματαιοδοξία του θεάματος, στοιχείο που ενισχύεται και από τον τίτλο «Βασιλεύς των Βασιλέων», που προέρχεται από την περικοπή του ιστορικού Δίωνος, αλλά συνειρμικά ανακαλεί στη σκέψη τον τίτλο που απέδωσαν τα λυσσασμένα πλήθη στον Ιησού λίγο πριν το σταυρικό θάνατο. Θα πρέπει, όμως, να επισημανθεί και ο αισθησιασμός, η συμπάθεια και η τρυφερότητα με την οποία περιγράφεται από τον Καβάφη ο Καισαρίων, μορφή που τον συγκινεί και σ’ άλλα του ποιήματα (πρβλ. τα ποιήματα «Καισαρίων» και «Τυανεύς γλύπτης»). Στο καβαφικό έργο, άλλωστε, είναι διάχυτη η λατρεία του κάλλους κι η εκλεπτυσμένη, ιδεαλιστική σύλληψη της ομορφιάς.
Στη συνέχεια, ακολουθεί η απομυθοποίηση: οι Αλεξανδρινοί γνώριζαν ότι το θέαμα και οι τίτλοι που αποδίδονταν στα παιδιά της Κλεοπάτρας δεν είχαν αντίκρισμα, «ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά». Προσποιούνται όμως πως γοητεύονται από το «ωραίο θέαμα» και από την όλη τελετή, γιατί ταιριάζει στη διάθεση της μέρας («η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική,/ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό») και στο χώρο, το Γυμναστήριο, «ένα/θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης». Επιπλέον, τους εντυπωσίαζε η πολυτέλεια των αυλικών και η χάρη του Καισαρίωνα. Η μέσα σε παρένθεση επισήμανση του ποιητή ότι ο Καισαρίων ήταν «αίμα των Λαγιδών» αποτελεί ένα ειρωνικό σχόλιο για το ότι άξιζε το μέγιστο τίτλο, αφού από την πλευρά της Κλεοπάτρας ήταν γνήσιος κληρονόμος του αιγυπτιακού θρόνου. Με συσσώρευση κινητικών ρημάτων («έτρεχαν», «κι εν­θουσιάζονταν», κι επευφημούσαν») ανακεφαλαιώνει ο ποιητής-αφηγητής το ζήλο των Αλεξανδρινών να δουν την αναγόρευση, ενώ ήξεραν ότι η τελετή ήταν θεατρική πράξη πολιτικής σκοπιμότητας και ότι οι τίτλοι των γιων της Κλεοπάτρας ήταν «κούφια λόγια», μια πράξη κενότητας και κομπασμού. Αυτό όμως δεν τους εμπόδιζε να διασκεδάσουν με το θέαμα, αφού ήταν άλλωστε λάτρεις της οχλοβοής, της μουσικής, των παρελάσεων. Έπαιζαν και αυτοί ένα θέατρο, ανταποκρινόμενοι σ’ αυτή την κούφια επίδειξη ισχύος, δείχνοντας ενθουσιασμό κι επευφημώντας σ’ όσες γλώσσες ήξεραν (ελληνικά, αιγυπτιακά, εβραϊκά).

Η αδιαφορία, όμως, για την αποκάλυψη της αλήθειας σχετικά με το πολιτικό περιεχόμενο της «παράστασης» κι η απάθειά τους υποδη­λώνει μια εποχή παρακμής, κατά την οποία ένας ολόκληρος κόσμος βάδιζε προς το τέλος του κι οι πολιτικοί θεσμοί του είχαν ξεθωριάσει. Άλλωστε, είναι γνωστό ότι οι εποχές παρακμής γοήτευαν τον Καβάφη, γιατί του θύμιζαν τη δική του. Εστιάζοντας ο ποιητής κυρίως στη στάση των Αλεξανδρινών υποδεικνύει έμμεσα την αντίθεση που συχνά χαρακτηρίζει τα λόγια και τα έργα των ανθρώπων και το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στην επιφάνεια και στην αλήθεια, ανάμεσα στο «φαίνεσθαι» και το «είναι».

****
Από το βιβλίο της Αγάθης Γεωργιάδου «Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες», που συνοδεύεται με CD της ΛΥΡΑ.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.