Γ.Ιωάννου +13-12-43

Πανελλαδικές online μαθήματα

Ομογενείς online μαθήματα

Modern Greek online

benia1003@gmail.com

Γιώργος Ιωάννου    «†13-12-43»

Απαγγελία πεζογραφήματος:

† 13-12-43

Κατα την Περιοδο της Γερμανικης κατοχής εκτελέστηκαν πολλοί Έλληνες που πρόβαλλαν αντίσταση στον κατακτητή, αλλά και αθώοι πολίτες και παιδιά. Τέτοιες ομαδικές εκτελέσεις έγιναν π.χ. στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο, στο Χορτιάτη και σε πολλά άλλα μέρη. Το διήγημα ανήκει στη συλλογή Για ένα φιλότιμο (1964).

Φτάνω στο σημείο να πω πως ίσως θα ‘ταν καλύτερα να μην είχα πατήσει ποτέ μου σε κείνο τον τόπο της ομαδικής εκτελέσεως. Κι άλλες φορές έτυχε βέβαια να επισκεφθώ τόπους μαρτυρίου ή ομαδικής ταφής· η γη της πατρίδας μας είναι παραγεμισμένη με κόκαλα παλικαριών· μα ποτέ μου δεν ταράχτηκα και δεν έκλαψα τόσο, όσο αυτή τη φορά. Αυτό ασφαλώς έγινε, γιατί την ώρα που βρέθηκα εκεί, μια γυναίκα κι ένας άντρας, αδέλφια, άνοιγαν τον τάφο του μικρότερου αδελφού τους, που είχε εκτελεστεί πριν από είκοσι χρόνια. Πλησίασα, κι όταν κατάλαβα τι συνέβαινε, σιγοκάθισα πάνω στα πόδια μου σε μιαν άκρη. Και τώρα, που η ψυχή μου έχει κολλήσει εκεί, μου φαίνεται πως θα μείνω για πάντα, σαν ένα αγριόχορτο, καθισμένος δίπλα σε κείνο τον τάφο. Και μακάρι να γινόταν έτσι.

Τότε που πρωτοζύγωσα, το σκάψιμο με την αξίνα είχε προχωρήσει. Εξάλλου δεν τον είχαν θαμμένο καθόλου βαθιά. Μάλλον γυναίκες θα είχαν φροντίσει για την ταφή του. Σε λίγο, ένα ένα, άρχισαν να ξεφυτρώνουν τα κόκαλα. Ήταν κατακίτρινα, με λίγο καστανό χώμα κολλημένο πάνω τους. Η γυναίκα, μ’ ένα τσεμπέρι στο κεφάλι, σχεδόν γονατιστή, αφού τα ξέπλενε λίγο με κόκκινο κρασί, τ’ αράδιαζε ευλαβικά μέσα σε μια κάσα χαρτονένια, απ’ αυτές της αμερικάνικης βοήθειας. Σε όλα αυτά δεν υπήρχε τίποτα το αηδιαστικό ή το τρομαχτικό. Άλλωστε το παιδάκι ήταν δεκάξι χρονών όταν μαρτύρησε. Και πιστεύω, χωρίς αμφιβολία, πως θα έχει αγιάσει. Στο χώμα δίπλα ήταν μπηγμένο ένα κερί και στο θυμιατό σιγόκαιγε θυμίαμα. Ευωδίαζε όλος ο τόπος. Λέξη δεν έλεγαν, ούτε ακουγόταν κλάμα. Καταλάβαινα όμως πως τα μάτια τους τρέχαν, γι’ αυτό έσκυψα το κεφάλι μου προς το χορτάρι και δεν προσπαθούσα, ούτε τολμούσα να τους κοιτάξω. Πολύ ήταν και που με άφηναν κοντά τους μια τέτοια ώρα.

Μονάχα όταν βρέθηκε το κρανίο, άκουσα τον αδελφό να λέει βραχνά: η χαριστική βολή. Ήταν μια μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω απ’ το μέτωπο. Είχα γίνει πια ένα με το χώμα, έτσι ένιωθα. Τώρα σκέφτομαι πως έπρεπε να προσκυνήσω, αν και είμαι τόσο ανάξιος. Κοίταζα συνεχώς ένα βραχάκι κοντά μου και τις λειχήνες του. Αυτό σίγουρα θα ήταν και τότε εδώ, και το παιδί θα το είδε· ίσως και να το ζήλεψε. Μπορεί να ήταν και κείνο το αρκετά μεγάλο δέντρο, αν και δεν αποκλείεται να έχει μεγαλώσει πιο γρήγορα, εφόσον βρήκε άφθονο λίπασμα από τόσο αίμα και τόσες εκατοντάδες κορμιά. Καλά θα ήταν να μπορούσε να μεταμορφώνεται ο άνθρωπος, όταν πέφτει σε μεγάλο κίνδυνο, ή ν’ ανοίγει η γη και να τον κρύβει. Εγώ τουλάχιστο έτσι παρακαλούσα, όταν βρέθηκα σε κάτι τιποτένιους κινδύνους, που είναι ντροπή και να τους σκέφτομαι ακόμα. Πάντως, θυμούμαι πως εκείνες τις στιγμές λάτρευα και πρόσεχα, όσο ποτέ, τα άψυχα, αλλά και τα έντομα και τα φυτά και τα πουλιά. Σ’ αυτό ακριβώς στηρίζομαι και πιστεύω πως έτσι θα ‘νιωσε κι αυτός εκείνη την ώρα. Εξάλλου ήταν της ηλικίας μου. Δεν είναι δυνατό να διαφέρω και τόσο πολύ απ’ τους άλλους. Άνθρωπος είμαι και εγώ. Κι όμως η κάποια διαφορά είναι που με καίει.

Πάνω στην κορφή του λόφου έχουν στήσει ένα τεράστιο κάτασπρο σταυρό και παρακάτω, στην πλαγιά, είναι σχηματισμένη, με άσπρες πάλι πέτρες, η ημερομηνία: 13-12-43. Λογάριαζα, όταν γυρίσω σπίτι, να ψάξω για κείνο το ημερολόγιό μου, που μπόρεσα να κρατήσω, μέρα με τη μέρα, τότε. Τι να ‘γινε άραγε εκεί σε μας αυτή τη μέρα;

Κι έτσι, καθώς είχα απομονωθεί κοιτάζοντας το ρηχό μνήμα του χωριατόπουλου, άρχισα να ψιθυρίζω ανεπαίσθητα το αντρίκιο εκείνο μοιρολόγι, που μόνο τα λόγια του ξέρω και όχι το σκοπό:

Μαστόροι Καλαβρυτινοί και μαρμαροχτιστάδες,
που πελεκάτε μάρμαρα και φτιάχνετε κιβούρια,
φτιάχτε και μένα ‘να καλό, καλύτερο από τ’ άλλα…

Όμως ένα μπουλούκι εντόπιοι τουρίστες φάνηκε να μπαίνει μέσα στον ιερό περίβολο. Στάθηκαν γύρω απ’ το ελεεινό για μια τέτοια θυσία κενοτάφιο. Φαίνονταν απ’ τους μορφωμένους και δεν μπορώ να πω πως η στάση τους δεν ήταν σεμνή. Κατέθεσαν μάλιστα ένα καλοκαμωμένο δάφνινο στεφάνι και κατόπι κράτησαν ένα λεπτό σιγή. Κάποιος τους άρχισε να διαβάζει από ένα χαρτί το ιστορικό της εκτελέσεως των 1200 ανθρώπων. Ήταν τόσο ψυχρή η περιγραφή, ώστε αμέσως υπέθεσα πως σίγουρα θα τα είχε ξεσηκώσει απ’ την τελευταία εγκυκλοπαίδεια. Ύστερα σκόρπισαν μιλώντας δυνατά ή χαχανίζοντας. Πολλοί ήρθαν τριγύρω μας. Και φυσικά αμέσως άρχισαν τις ερωτήσεις, ιδίως οι γυναίκες. Το παλικάρι με την αξίνα απαντούσε, πιέζοντας ολοφάνερα τον εαυτό του. Φαινόταν καθαρά πως θεωρούσαν σχεδόν ευτυχία τους και σπουδαίο συμπλήρωμα στις συγκινήσεις της εκδρομής την ανακομιδή, που πέτυχαν πάνω στην ώρα. Ο αδελφός μάλιστα ζαλίστηκε τόσο για μια στιγμή, ώστε έκανε το λάθος να τους δείξει ακόμα και το κρανίο με τη χαριστική βολή. Αυτό όμως θα ήταν πέρα απ’ τα όρια της αντοχής τους, γιατί αμέσως πρόσεξα μια κίνηση για απομάκρυνση. Κάποιος τους θύμισε πως η ώρα περνάει. Εκείνη τη στιγμή η σκυμμένη γυναίκα τούς γύρεψε, αν έχουν, καμιά εφημερίδα για να σκεπάσει τα κόκαλα. Πολλοί προθυμοποιήθηκαν από εφημερίδες άλλο τίποτα, και τι εφημερίδες…

Πήραν να κατηφορίζουν. Μετά από λίγα βήματα άναψε ζωηρή συζήτηση ανάμεσά τους· σα να μην ήμασταν κι εμείς λίγο πιο πάνω. Ένας ακούστηκε να φωνάζει με θυμό: Καλά τους έκαναν αφού οι άλλοι σκότωσαν στρατιώτες του κατακτητή.

Κανένας δεν αντιμίλησε. Ήταν και κάποιος με στολή μαζί τους.

Μου ‘ρθε να πέσω απάνω σε κείνη την άτιμη φωνή και να τη στραγγαλίσω άγρια, προτού προφτάσει να προχωρήσει. Αλλά την άκουσαν βέβαια συγχρόνως και τα δυο αδέλφια κι έσκυψαν πιο πολύ κατά το χώμα, σα να ‘φαγαν καμτσικιά, αλλά και σα μαθημένοι από κάτι τέτοια.

Κατόπι ο άντρας άφησε την αξίνα· δεν υπήρχαν άλλωστε άλλα κόκαλα. Η αδελφή του έσβησε το κερί και πήρε το θυμιατό. Τα κόκαλα έμειναν ασκέπαστα. Η βρωμερή εφημερίδα κυλιόταν πάνω στα χόρτα.

Έμεινα ξοπίσω και με πήρε το παράπονο. Δεν ήμουν γνωστός τους ή συγγενής τους για να με πάρουν μαζί τους, όπως θα ήθελα. Εγώ τα ‘χω καταφέρει να χωρώ και να ταιριάζω μονάχα με κάτι τέτοιους σαν αυτούς του πούλμαν. Γι’ αυτό ξεκίνησα για το πιο λαϊκό καφενείο, και στο δρόμο συνέχεια έλεγα: Θεέ μου, μη μ’ αφήνεις ούτε καλημέρα να ‘χω πια με τέτοια, δήθεν εξευγενισμένα, υποκείμενα.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

  1. Το πεζογράφημα αποτελείται από δυο ενότητες. Ποια περιστατικά από την κάθε ενότητα καθορίζουν τη στάση του συγγραφέα; Ποια είναι αυτή; Να βρείτε τις λέξεις και τις φράσεις που την αποδίδουν.
  2. Στο πεζογράφημα δίνονται έμμεσα αρκετές πληροφορίες για την περίοδο της κατοχής αλλά και τα αμέσως μετακατοχικά χρόνια. Να τις επισημάνετε και να ανασυνθέσετε την κατάσταση που απεικονίζουν.
  3. Να επισημάνετε υπαινιγμούς που αναφέρονται στη στάση των ανθρώπων κατά την κατοχή και κατά τη σύγχρονη (με το χρόνο συγγραφής του διηγήματος) περίοδο και να εξετάσετε το ρόλο που παίζουν μέσα σε όλο το διήγημα.

Σημειώσεις Κωνσταντίνου Μάντη

Κατά την περίοδο της Γερμανικής κατοχής εκτελέστηκαν πολλοί Έλληνες που πρόβαλλαν αντίσταση στον κατακτητή, αλλά και αθώοι πολίτες και παιδιά. Τέτοιες ομαδικές εκτελέσεις έγιναν π.χ. στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο, στο Χορτιάτη και σε πολλά αλλά μέρη. Το διήγημα ανήκει στη συλλογή Για ένα φιλότιμο (1964).

 

Περίληψη κειμένου

Στο σύντομο αυτό πεζογράφημα ο Γιώργος Ιωάννου αναφέρεται στην επίσκεψή του σ’ έναν τόπο, όπου έγινε ομαδική εκτέλεση Ελλήνων από Γερμανούς στρατιώτες κατά τη διάρκεια της Γερμανική κατοχής.

Στην πρώτη ενότητα του κειμένου ο συγγραφέας περιγράφει με συγκίνηση πως εκείνη τη μέρα έτυχε να γίνεται η ανακομιδή των οστών ενός δεκαεξάχρονου νέου -αθώου θύματος της θηριωδίας των Γερμανών- από τα δύο αδέρφια του. Η σκέψη πως ένα νεαρό παιδί βρήκε μια τόσο τραγική κατάληξη συγκινεί βαθύτατα τον συγγραφέα, που τη χρονιά της εκτέλεσης είχε την ίδια ακριβώς ηλικία.

Ο Ιωάννου κοιτάζοντας με προσοχή το χώρο γύρω του επιχειρεί να διαπιστώσει ποιες θα ήταν οι τελευταίες εικόνες που αντίκρισε ο αδικοχαμένος νέος και συνάμα αναλογίζεται ποιες μπορεί να ήταν οι σκέψεις του μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα.

Η συγκίνηση, ο σεβασμός και η ταπείνωση που αισθάνεται ο συγγραφέας μπροστά στα αδέρφια του νεκρού παιδιού, ακολουθούνται από την αναστάτωσή του, όταν στο χώρο αυτό καταφθάνει ένα «μπουλούκι» από τουρίστες. Αν και αρχικά η στάση τους είχε την απαιτούμενη σεμνότητα, πολύ σύντομα ξεχύθηκαν στο γύρω χώρο με ομιλίες και χαχανητά, ταράζοντας την ευλάβεια και τη συγκίνηση που περιέβαλε την ανακομιδή των οστών του εφήβου.

Το σχόλιο, μάλιστα, ενός από αυτούς πως η εκτέλεση των ανθρώπων της περιοχής ήταν δικαιολογημένη, αφού «οι άλλοι» (αναφερόμενος στους στρατιώτες του ΕΛΑΣ) είχαν σκοτώσει γερμανούς στρατιώτες, προκάλεσε αγανάκτηση και πικρία στον Ιωάννου.

Ο τίτλος

Αν και ο συγγραφέας δεν ονομάζει τον τόπο στον οποίο αναφέρεται, ο τίτλος του πεζογραφήματος 13-12-43 (13 Δεκεμβρίου 1943), μας παραπέμπει στην καταστροφή των Καλαβρύτων της Πελοποννήσου, όπως άλλωστε και η περιγραφή της περιοχής με τον τεράστιο άσπρο σταυρό στο λόφο και την ημερομηνία σχηματισμένη με λευκές πέτρες στα πλάγια του λόφου.

Στις 13-12-1943 οι Γερμανοί, που είχαν ήδη εισέλθει στην περιοχή από τις 9 του Δεκέμβρη, συγκέντρωσαν τους κατοίκους της πόλης στο δημοτικό σχολείο κι αφού ξεχώρισαν τα γυναικόπαιδα, πήραν όλους τους άντρες που ήταν άνω των 14 ετών και τους εκτέλεσαν.

Ιστορικό πλαίσιο

Γερμανική Κατοχή – Αντίσταση – Αντίποινα

Η προσπάθεια αντίστασης των Ελλήνων απέναντι στους Γερμανούς κατακτητές, που θα έπρεπε λογικά να αποτελεί έναν κοινό στόχο και να λειτουργεί ως συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στις διάφορες παρατάξεις, απέκτησε από νωρίς διαφορετικές προεκτάσεις και ως ένα βαθμό αποτέλεσε τον προπομπό του αιματηρού εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε.

Το γεγονός ότι η ισχυρότερη δύναμη αντίστασης ανήκε στην κομμουνιστική παράταξη δημιουργούσε εντάσεις στο εσωτερικό της χώρας, καθώς υπήρχε ο φόβος πως οι κομμουνιστές θα αξιοποιούσαν τη δημοτικότητά τους, ώστε να διεκδικήσουν την εξουσία μετά το πέρας του πολέμου.

Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη πως εκείνα τα χρόνια οι βασικοί σύμμαχοι της Ελλάδας, η Αγγλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπως και ο βασικός της αντίπαλος, η Γερμανία, είχαν μια έντονα αρνητική στάση στο ενδεχόμενο εξάπλωσης του «κομμουνιστικού κινδύνου».

Η αποτίμηση των γεγονότων εκείνης της περιόδου περιπλέκεται -όπως συμβαίνει άλλωστε με κάθε σημαίνον γεγονός σ’ αυτή τη χώρα- από την προσπάθεια των παρατάξεων να αξιοποιήσουν κάθε τι σε πολιτικό επίπεδο και φυσικά από την απροθυμία τους να αναγνωρίσουν λάθη και να αποδεχτούν το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί.

Με πρωτοβουλία του Κομμουνιστικού Κόμματος θα συγκροτηθεί το Σεπτέμβριο του 1941 το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) που απέβλεπε αποκλειστικά στην απελευθέρωση της χώρας από τους κατακτητές. Σύμφωνα με το ιδρυτικό κείμενο: «Σκοπός του Εθνικού μετώπου είναι: α) Η απελευθέρωσις του Έθνους μας από τον σημερινόν ξένον ζυγόν και η απόκτησις της πλήρους ανεξαρτησίας της χώρας μας. β) Ο σχηματισμός προσωρινής κυβερνήσεως του ΕΑΜ, αμέσως μετά την εκδίωξιν των ξένων κατακτητών, μοναδικός σκοπός της οποίας θα είναι η προκήρυξις εκλογών δια συντακτικήν εθνοσυνέλευσιν με βάσιν την αναλογικήν, ίνα ο λαός αποφανθή κυριαρχικώς επί του τρόπου της διακυβερνήσεώς του. …»

Στρατιωτικό παρακλάδι του ΕΑΜ είναι ο ΕΛΑΣ (Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) που θα δημιουργηθεί το Φεβρουάριο του 1942.

Στον αντίποδα του ΕΑΜ και με τη φιλοδοξία να συσπειρώσει όσους ήταν κατά του κομμουνισμού συστήθηκε το Σεπτέμβριο του 1941 ο ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος). Σύμφωνα με το καταστατικό του στόχος του ήταν: «Να εγκαθιδρύσει εις την Ελλάδα το Δημοκρατικόν πολίτευμα, σοσιαλιστικής μορφής, οιαδήποτε και αν θα είναι η έκβασις του πολέμου. …»

Οι δύο βασικές αυτές οργανώσεις -ας σημειωθεί πως παράλληλα είχαν δημιουργηθεί κι άλλες μικρότερες-, με τον ΕΛΑΣ να έχει βέβαια την πρωτοκαθεδρία, θα αποτελέσουν τον κύριο πυρήνα της ένοπλης αντίστασης κατά των Γερμανών, θα επιδοθούν όμως στην πορεία και σε μεταξύ τους συγκρούσεις, καθώς πέρα από το ζήτημα της αντίστασης δέσποζε και η σύγκρουση κομμουνιστών και μη κομμουνιστών. Ο παράλληλος αυτός ανταγωνισμός θα αλλοιώσει το χαρακτήρα του αγώνα αντίστασης και θα ωθήσει και τις δύο παρατάξεις σε σοβαρά λάθη, που θα στοιχίσουν πολύτιμες ανθρώπινες ζωές τόσο κατά τη διάρκεια της κατοχής, όσο και σε μεγαλύτερο βαθμό στη συνέχεια, όταν πλέον θα ξεσπάσει ανοιχτά ο εμφύλιος πόλεμος.

Η αντίδραση των Γερμανών απέναντι στην αντίσταση των Ελλήνων ήταν σαφώς αμείλικτη, καθώς φρόντιζαν να αντεκδικούνται για κάθε νεκρό στρατιώτη τους.

Η αναλογία που τηρούσε η Βέρμαχτ (Wehrmacht), οι γερμανικές δηλαδή ένοπλες δυνάμεις, ήταν 1 προς 10, ενώ κατά πολύ βαρύτερα ήταν τα αντίποινα των SS (Schutzstaffel), της επίλεκτης στρατιωτικής ομάδας που είχε ξεκινήσει με πρωτοβουλία του Χίτλερ, οι οποίοι σκότωναν 50 Έλληνες για κάθε νεκρό Γερμανό.

Στο πλαίσιο μιας τέτοιας αντεκδίκησης οι Γερμανοί εισήλθαν στα Καλάβρυτα, καθώς η τοπική ομάδα του ΕΛΑΣ είχε προηγουμένως θανατώσει 75 Γερμανούς αιχμαλώτους.

Τα αντίποινα των Γερμανών θεωρούνταν δεδομένα, γεγονός που προκαλούσε φόβο στους κατοίκους των περιοχών όπου δρούσαν οι ομάδες αντίστασης και φυσικά παρέλυε κάθε επαναστατική διάθεση στον άμαχο πληθυσμό.

Οι πράξεις αντίστασης βέβαια είχαν κατά περίπτωση σημαντικά οφέλη τόσο στο ηθικό των Ελλήνων, όσο και σε πρακτικά ζητήματα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, αλλά η επιλογή των Γερμανών να σκοτώνουν αδιακρίτως τον άμαχο πληθυσμό, κλόνιζε την πίστη των πολιτών και έθετε συχνά υπό αμφισβήτηση κάποια χτυπήματα των ανταρτών.

Η θέση του Ιωάννου

Το σχόλιο του ενός τουρίστα «Καλά τους έκαναν∙ αφού οι άλλοι σκότωσαν στρατιώτες του κατακτητή.», εξοργίζει τον Ιωάννου, όχι γιατί ως αριστερός δε θεωρεί πως οι αντάρτες είχαν ευθύνη για τα αντίποινα, αλλά γιατί ως άνθρωπος εκλαμβάνει ως μεγάλη ασέβεια την εκ των υστέρων και εκ του ασφαλούς κρίση των γεγονότων της εποχής.

Το γεγονός ότι μπροστά στην εκταφή ενός 16χρονου παιδιού υπάρχουν άνθρωποι που δεν παραλείπουν να χρωματίσουν κομματικά ένα τέτοιο γεγονός, κατηγορώντας τους κομμουνιστές πως προκάλεσαν την εκτέλεση των αμάχων, υποδεικνύει πως τα «δήθεν εξευγενισμένα, υποκείμενα» αδυνατούν να αντιληφθούν τη συνολική αξία των πραγμάτων και να αφήσουν κατά μέρος τις κοντόφθαλμες πολιτικές τους πεποιθήσεις.

Ο συγγραφέας αγανακτεί μπροστά στη συνειδητοποίηση πως οι Έλληνες, ανεξάρτητα από το μορφωτικό τους επίπεδο, δεν μπορούν ούτε για μια στιγμή, ούτε από σεβασμό στους νεκρούς, να αποποιηθούν την κομματική τους ταυτότητα και να δουν την πραγματικότητα ως έχει. Να αντιληφθούν πως, όσο σκληρά και αν ήταν τα αντίποινα των Γερμανών, ήταν παράλογο να περιμένει κάποιος από τον ελληνικό λαό να μείνει υποταγμένος, χωρίς καμία προσπάθεια αντίδρασης απέναντι στους κατακτητές του.

Θα ήταν τραγικό, αν από φόβο, οι Έλληνες της εποχής δέχονταν αγόγγυστα τον γερμανικό έλεγχο, περιμένοντας από κάποιο θαύμα την ανεξαρτησία τους.

Ας προσεχθεί, βέβαια, πως η άρνηση των άλλων παρατάξεων να αναγνωρίσουν πλήρως την αξία της αντίστασης, ήλθε και ως συνέπεια της επίσης πολιτικά και κομματικά ορμώμενης προσπάθειας των κομμουνιστών να οικειοποιηθούν σε απόλυτο βαθμό την αντίσταση.

Λυπηρό σύμπτωμα της ελληνικής πραγματικότητας είναι φυσικά το γεγονός πως ακόμη και σήμερα οι άνθρωποι αντικρίζουν τα πράγματα σύμφωνα με την κομματική τους τοποθέτηση, αδυνατώντας να σταθούν με αντικειμενικό και αμερόληπτο τρόπο απέναντι σε οποιοδήποτε γεγονός.

Σύμπτωμα που λαμβάνει τραγικές διαστάσεις αν σκεφτεί κανείς πως τελικά καταλήγουν να εξυπηρετούν εν αγνοία τους πολιτικές που σχεδιάζονται σε πολύ υψηλότερο επίπεδο και αποσκοπούν σε συμφέροντα κλειστών ομάδων.

 

Σχολιασμός του κειμένου

Ενότητα 1η

1η Παράγραφος: Ο συγγραφέας σκέφτεται πως θα ήταν καλύτερα να μην είχε επισκεφτεί τον τόπο της ομαδικής εκτέλεσης. Η αναφορά αυτή υποδηλώνει πως η αφήγηση ξεκινά, όχι από την αρχή των γεγονότων, αλλά με μια συνολική θεώρηση της επίσκεψης. Ο Ιωάννου προετοιμάζει έτσι τον αναγνώστη του κειμένου πως ό,τι θα ακολουθήσει δεν αφορά μια χαρμόσυνη ή θετική εμπειρία.

Ο λόγος βέβαια που ο συγγραφέας θα προτιμούσε να μην έχει κάνει αυτή την επίσκεψη είναι το γεγονός ότι βρήκε εκεί τα δύο αδέλφια που άνοιγαν τον τάφο του μικρότερου αδελφού τους. Μια πράξη που συνδέει άμεσα το γεγονός της εκτέλεσης με το παρόν της αφήγησης (1963) και καθιστά σαφές πως όσα τραγικά συνέβησαν το 1943 συνεχίζουν να επηρεάζουν τη ζωή πολλών ανθρώπων.

«Και τώρα, που η ψυχή μου έχει κολλήσει εκεί, μου φαίνεται πως θα μείνω για πάντα, σαν ένα αγριόχορτο, καθισμένος δίπλα σε κείνο τον τάφο. Και μακάρι να γινόταν έτσι.»

Η συγκίνηση που αισθάνεται ο συγγραφέας αντικρίζοντας την εκταφή του νέου παιδιού είναι τέτοιας έντασης που τον καθηλώνει. Το μέγεθος της θυσίας, η σκέψη πως αυτό το παιδί δολοφονήθηκε εν ψυχρώ σε μια ηλικία αθωότητας κι η εύλογη σύγκριση με την προσωπική του μοίρα, προκαλούν ταπείνωση στον συγγραφέα και του γεννούν την -ανέφικτη βέβαια- επιθυμία να μπορούσε να παραμείνει για πάντα δίπλα στον τάφο σαν ένα αγριόχορτο.

Όπως ακριβώς η ψυχή του έχει πια για πάντα σφραγιστεί από τη θέαση αυτής της ιερής στιγμής, έτσι θα ήθελε να μπορούσε να μείνει κι ο ίδιος για πάντα εκεί, σαν ένα αγριόχορτο. Παρομοίωση που εκφράζει με παραστατικότητα το βαθμό της ταπείνωσης και του σεβασμού που αισθάνεται ο συγγραφέας απέναντι στο νεαρό αυτό παιδί. Θα ήθελε να μείνει εκεί, πλάι του, έστω σαν ένα ταπεινό κι ασήμαντο αγριόχορτο, μόνο και μόνο για να τιμήσει τη θυσία του και την απώλεια της νιότης και της ζωής του.

2η Παράγραφος: Ο συγγραφέας σχολιάζει πως η διαδικασία της εκταφής δε δυσκόλεψε τα δύο αδέρφια, καθώς η ενταφίαση δεν είχε γίνει σε μεγάλο βάθος, προφανώς γιατί έγινε από γυναίκες. Το σχόλιο αυτό αποτελεί μια έμμεση υπενθύμιση πως σε παρόμοιες ομαδικές εκτελέσεις οι Γερμανοί φρόντιζαν να σκοτώνουν όλους τους άντρες των χωριών και των κωμοπόλεων, όπως είχε συμβεί και στα Καλάβρυτα.

Τα δύο αδέρφια ακολουθούν με ευλάβεια το τυπικό της ανακομιδής των οστών, ξεπλένοντάς τα με κόκκινο κρασί και τοποθετώντας τα σε μια χαρτονένια κούτα από αυτές που μοιράζονταν τα τρόφιμα και τα υλικά της αμερικανικής βοήθειας.

Η αναφορά στην κούτα μας παραπέμπει στη δράση των Αμερικανών αμέσως μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίοι τόσο με τη μορφή ανθρωπιστικής βοήθειας όσο και πιο δραστικά με το σχέδιο Μάρσαλ, συμπαραστάθηκαν στην κατεστραμμένη πλέον Ευρώπη.

Η χρηματική ενίσχυση από την Αμερική, που βοήθησε τότε τη χώρα να ανοικοδομηθεί, ήρθε φυσικά ως αντάλλαγμα για την εκδίωξη των κομμουνιστών από τη χώρα και ακόμη περισσότερο αποτέλεσε ένα εύλογο επιχείρημα για την πολύχρονη έκτοτε παρέμβαση των Αμερικανών στα πολιτικά δρώμενα της Ελλάδας.

Ο Ιωάννου αντιλαμβάνεται τη βαθύτατη συγκίνηση των δύο αδελφών και εκφράζει με τη στάση του το σεβασμό του τόσο για τη συναισθηματική ένταση και αξία της στιγμής αυτής, όσο και για το γεγονός ότι του επέτρεπαν σιωπηρά να βρίσκεται εκεί κοντά τους.

3η Παράγραφος: Μόλις ο αδελφός του παιδιού βρίσκει το κρανίο και δείχνει στην αδελφή του τη μικρή τρύπα από τη σφαίρα της χαριστικής βολής, η συγκίνηση λαμβάνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις. Ενώ, ο συγγραφέας καθώς αναλογίζεται τώρα το γεγονός αυτό σκέφτεται πως θα έπρεπε να προσκυνήσει, έστω κι αν είναι τόσο ανάξιος, έστω δηλαδή κι αν η δική του αυτή πράξη δε θα είχε καμία ουσιαστική αξία απέναντι στο μέγεθος της θυσίας και του μαρτυρικού βιώματος του νεαρού παιδιού.

Αφηγηματικές τεχνικές

Θα πρέπει να τονιστούν, σε σχέση με τις αφηγηματικές τεχνικές του Ιωάννου, η συνεχής και αβίαστη εναλλαγή χρονικών επιπέδων, αλλά και η εσωτερίκευση της αφήγησης, που συχνά περνά από τα γεγονότα της αφηγούμενης εμπειρίας στις προσωπικές σκέψεις και στα συναισθήματα του ίδιου του αφηγητή.

Ο Ιωάννου, όπως συνηθίζει άλλωστε στα περισσότερα πεζογραφήματά του, δεν ακολουθεί το παραδοσιακό μοτίβο της διηγηματογραφίας. Αυτό σημαίνει αφενός πως οι ιστορίες που αφηγείται δεν έχουν πλοκή, ήρωες με λεπτομέρεια σκιαγραφημένους και κάποιο μύθο, αλλά ότι αποτελούν συνήθως προσωπικά του βιώματα, που μας τα παρουσιάζει σε συνάρτηση πάντα με τον αντίκτυπο που έχουν αυτά στην ψυχή και στη σκέψη του. Αφετέρου, ο συγγραφέας δεν αισθάνεται την ανάγκη ν’ ακολουθεί μια σταθερή χρονική σειρά σε όσα αφηγείται, κάτι που του επιτρέπει να περνά με ιδιαίτερη ευκολία από το παρόν της αφηγηματικής πράξης (εδώ το 1963 που γράφει το κείμενο αυτό), στο παρόν των αφηγούμενων γεγονότων (εδώ στην επίσκεψή του στον τόπο της εκτέλεσης), στο παρελθόν (εδώ στα γεγονότα της εκτέλεσης) και κάποτε στο μέλλον με αναφορές σε προσωπικά σχέδια ή σκέψεις για το τι πρόκειται να επακολουθήσει (η ευχή που κλείνει το πεζογράφημα).

Σε ό,τι αφορά την εσωτερίκευση της αφήγησης, που αποτελεί ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά στοιχεία της γραφής του και συνάδει με την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου που αξιοποίησαν σε μεγάλο βαθμό συγγραφείς της γενιάς του στη Θεσσαλονίκη, θα πρέπει να τονίσουμε πως επιτελεί διττή λειτουργία στο έργο του Ιωάννου. Από τη μία προσφέρει στα κείμενά του έναν εξομολογητικό χαρακτήρα και μια ιδιαίτερα προσωπική διάσταση -αίσθηση που ενισχύεται και από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αλλά και από το περιεχόμενο των κειμένων-, που φέρνουν τα κείμενα πιο κοντά στον αναγνώστη και τους δίνουν την αλήθεια μιας προσωπικής βίωσης και μιας προσωπικής εσωτερικής διαδρομής. Από την άλλη επιτρέπει στον συγγραφέα να δώσει το ανάλογο βάθος σε όσα αφηγείται. Ακόμη, δηλαδή, κι αν η εμπειρία που περιγράφει είναι ένα απλό καθημερινό συμβάν, με την τάση του Ιωάννου να μας αποκαλύπτει τις προσωπικές του σκέψεις και το πώς αισθάνθηκε εξαιτίας όσων περιγράφει, φανερώνεται στον αναγνώστη ο ιδιαίτερος αντίκτυπος των γεγονότων στην ψυχή του συγγραφέα και γίνεται σαφές γιατί κάθε επιμέρους γεγονός έχει τόση αξία, ώστε να αισθανθεί την ανάγκη να το καταγράψει και να το μοιραστεί.

Έχουμε υπόψη μας, άλλωστε, πως η συγγραφή όλων αυτών των βιωμάτων, συνιστά για τον Ιωάννου μια απόπειρα αναβίωσης, κατανόησης και εξαγνισμού όσων του συνέβησαν και με κάποιο τρόπο τον επηρέασαν βαθιά. Διαδικασία που γίνεται εξαιρετικά εμφανής όταν αναφέρεται στα βιώματα του πολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου.

Ο συγγραφέας βλέποντας ένα βραχάκι κοντά στο σημείο της ταφής σκέφτεται πως αυτό θα βρισκόταν λογικά εκεί τη μέρα που εκτελέστηκε ο έφηβος -κι ίσως μάλιστα να το κοίταζε κι εκείνος και να το ζήλεψε, που δεν είχε τίποτα να φοβηθεί-, όπως κι ένα μεγάλο δέντρο, το οποίο προφανώς χρωστά την ανάπτυξή του στο αίμα όλων των ανθρώπων που θυσιάστηκαν εκεί.

Ο Ιωάννου επιχειρεί εν μέρει να κατανοήσει τα συναισθήματα που θα κατέκλυσαν την ψυχή του ετοιμοθάνατου νέου σκεπτόμενος τις δικές του αντιδράσεις, όποτε βρέθηκε αντιμέτωπος με κινδύνους∙ διευκρινίζει βέβαια ο συγγραφέας πως οι κίνδυνοι που γνώρισε ο ίδιος δεν έχουν καμία σχέση με ό,τι συνέβη στο νεκρό έφηβο, και πως υπήρξαν τόσο τιποτένιοι που ντρέπεται και μόνο που τους σκέφτεται.

Εντούτοις, θυμάται πως μπροστά στον κίνδυνο είχε πάντοτε την επιθυμία να μπορούσε να μεταμορφωθεί σε κάτι άλλο, σε κάτι που θα ήταν απρόσβλητο από οποιονδήποτε κίνδυνο, ή έστω να μπορούσε να κρυφτεί μέσα στη γη.

Συνάμα σκέφτεται την όξυνση των αισθήσεών του και την προσοχή που έδινε σε οτιδήποτε τύχαινε να βρίσκεται γύρω του τη στιγμή του κινδύνου. Κοίταζε γύρω του με λατρεία -με τη λατρεία που νιώθει για τη ζωή ο άνθρωπος που φοβάται πως θα τη χάσει- τα φυτά, τα λουλούδια, τα ζώα, αλλά και κάθε τι άψυχο που βρισκόταν εκεί.

Αντιστοίχως, σκέφτεται ο συγγραφέας, πως κι ο νεαρός που ήρθε αντιμέτωπος με το εκτελεστικό απόσπασμα θα ευχόταν να μπορούσε να διαφύγει αλώβητος και φυσικά θα προσπαθούσε να γεμίσει την όρασή του με όσες περισσότερες εικόνες μπορούσε από ό,τι υπήρχε εκείνη τη στιγμή γύρω του.

Άλλωστε, σκέφτεται ο συγγραφέας δεν μπορεί οι άνθρωποι να διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους, ώστε να μην έχουν σε κάποιο βαθμό κοινές αντιδράσεις μπροστά στον κίνδυνο (συμπτωματικά, κι αυτό είναι που συγκινεί περισσότερο τον Ιωάννου, ο νεαρός που εκτελέστηκε είχε ακριβώς την ίδια ηλικία με το συγγραφέα, ο οποίος έχοντας γεννηθεί το 1927 ήταν 16 ετών το 1943).

Έστω κι αν ο ίδιος έχει μια κάποια διαφορά με τους άλλους –αναφερόμενος ίσως στην ιδιαιτερότητα των ερωτικών του προτιμήσεων.

 

4η & 5η Παράγραφος: Ο συγγραφέας φτάνοντας στο κλείσιμο της πρώτης ενότητας και της συγκινητικής ανακομιδής των οστών, μας δίνει μια ακόμη πληροφορία για τον τόπο της εκτέλεσης, περιγράφοντας πως οι κάτοικοι σε ένδειξη τιμής έχουν στήσει πάνω στο λόφο έναν τεράστιο κάτασπρο σταυρό κι έχουν σχηματίζει στα πλάγια του λόφου με άσπρες πέτρες την ημερομηνία του τραγικού γεγονότος (13-12-43).

Ο Ιωάννου σκέφτηκε μάλιστα μόλις γύριζε στο σπίτι του να διέτρεχε το ημερολόγιό του για να δει τι είχε συμβεί στον ίδιο και την οικογένειά του τη μέρα εκείνη. Αφήνει μάλιστα τι σχετική απορία αναπάντητη, προτρέποντας εμμέσως και τους αναγνώστες να αναλογιστούν την προσωπική τους ιστορία.

Η τελευταία παρόρμηση του συγγραφέα, προτού η έλευση των τουριστών ζημιώσει ανεπανόρθωτα τη συγκίνηση εκείνων των στιγμών, ήταν να σιγοψιθυρίσει ένα αντρίκιο μοιρολόγι, το οποίο σε αντίθεση με τα γυναικεία μοιρολόγια που θρηνούν το νεκρό κι εκφράζουν την οδύνη τους, αντικρίζει με θάρρος το γεγονός του θανάτου και αναφέρεται στο κιβούρι, στο φέρετρο. Πρόκειται μάλιστα για μοιρολόγι που τραγουδά ένας άντρας για τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς προβλέπει πως σύντομα θα έρθει το τέλος του. Στο μοιρολόγι καλούνται οι μάστορες και οι χτίστες να φτιάξουν το καλύτερο κιβούρι που μπορούν, αντάξιο του νεκρού.

Το μοιρολόγι αυτό βέβαια με την αναφορά στους Καλαβρυτινούς μαστόρους αποτελεί μια ακόμη επιβεβαίωση, έστω και έμμεση, για τον τόπο της ομαδικής εκτέλεσης.

Ενότητα 2η

Η δεύτερη ενότητα ξεκινά με το αντιθετικό «όμως» που υποδηλώνει μια αλλαγή τόσο σε επίπεδο συναισθηματικό όσο και στη θεματική του κειμένου, ενώ ο χαρακτηρισμός των τουριστών με τη λέξη «μπουλούκι» μας προετοιμάζει για τη σχετική αταξία και αναστάτωση που θα προκαλέσει ο ερχομός τους.

Οι τουρίστες, αν και φαίνονταν μορφωμένοι και στην αρχή έδειξαν το δέοντα σεβασμό στο χώρο, εντούτοις γρήγορα προκάλεσαν αρνητικά συναισθήματα στον αφηγητή. Αρχικά με την ψυχρή περιγραφή των γεγονότων της εκτέλεσης των 1200 ανθρώπων, από έναν από τους τουρίστες που προφανώς του ανατέθηκε η αρμοδιότητα να ενημερώσει τους υπόλοιπους κι εκείνος απλώς συνέλεξε κάποιες πληροφορίες ίσως κι από κάποια εγκυκλοπαίδεια, χωρίς να συναισθάνεται το πραγματικό μέγεθος της τραγωδίας που είχε συντελεστεί σ’ εκείνο το χώρο. Έπειτα, μόλις τελείωσε η ενημέρωσή τους, με τις δυνατές φωνές, τα γέλια και την αδιακρισία ορισμένων απέναντι στα δύο αδέρφια που έκαναν την εκταφή του μικρού αδερφού τους.

Οι τουρίστες, χωρίς σεβασμό απέναντι στα δύο αδέρφια, αντικρίζουν το γεγονός της εκταφής ως μια κάτι το έκτακτο που θα συμπλήρωνε τις συγκινήσεις της εκδρομής. Το μόνο που τους ταρακούνησε ήταν όταν ο αδερφός του νεαρού τους έδειξε την τρύπα στο κρανίο από τη χαριστική βολή. Αυτή η εικόνα που αποτελούσε μια απτή ένδειξη των τραγικών γεγονότων ξεπερνούσε τα όρια της περιήγησης που είχαν κατά νου, καθώς όπως φαίνεται βρίσκονταν εκεί περισσότερο για να δουν ένα αξιοθέατο, παρά για να αποδώσουν τιμή στους ανθρώπους που τόσο βίαια και άδικα έχασαν τη ζωή τους.

Το σημείο βέβαια που προκάλεσε οργή στο συγγραφέα και πλήγωσε τα δύο αδέρφια ήταν το κακεντρεχές σχόλιο ενός από τους τουρίστες που δικαιολογούσε την αγριότητα των Γερμανών: «Καλά τους έκαναν∙ αφού οι άλλοι σκότωσαν στρατιώτες του κατακτητή.»

Η πλήρης έλλειψη σεβασμού απέναντι στους νεκρούς, απέναντι στην υπέρτατη αυτή θυσία και ο κομματικός χρωματισμός ενός τέτοιου γεγονότος, προκαλεί δίκαιη αγανάκτηση στον συγγραφέα. Αυτός ο εκ του ασφαλούς σχολιασμός κι αυτή η αδιαφορία για την αξία της ανθρώπινης ζωής, ξεπερνά κάθε όριο αχαριστίας και φανερώνει την αληθινή φύση ορισμένων Ελλήνων, οι οποίοι δεν μπορούν να δουν και να αντιληφθούν την πραγματικότητα ως σκεπτόμενοι άνθρωποι, και κρίνουν σαρωτικά τα πάντα σύμφωνα με μια κομματικοποιημένη και ασφυκτικά περιορισμένη οπτική.

Ο Ιωάννου έχοντας αισθανθεί αγανάκτηση και ντροπή για τη μικροπρέπεια των τουριστών, σκέφτεται πως θα ήθελα να πάει μαζί με τα δύο αδέρφια, με τους ανθρώπους αυτούς που σε μια τόσο σημαντική στιγμή ήρθαν αντιμέτωποι μ’ αυτή την απροκάλυπτη σκληρότητα και αγνωμοσύνη.

Σκέφτεται, επίσης, πως δυστυχώς στη δική του ζωή έχει κατορθώσει να συνυπάρχει με κάτι τέτοιους ξεδιάντροπους ανθρώπους, όπως αυτός ο τουρίστας, προφανώς δεχόμενος αντίστοιχα σχόλια και παρόμοιες μικροπρέπειες.

Μη θέλοντας, όμως εκείνη τη μέρα να βρεθεί ξανά κοντά σε δήθεν μορφωμένους και δήθεν εξευγενισμένους ανθρώπους, κατευθύνεται προς το πιο λαϊκό καφενείο, εκεί που οι άνθρωποι είναι απλοί και γνήσιοι. Εκφράζοντας παράλληλα την ευχή να μην τον αφήσει ο Θεός από εκείνη τη στιγμή να έχει την παραμικρή επαφή με ανθρώπους που έχουν μέσα τους τέτοια αχαριστία και τέτοια έλλειψη ανθρωπιάς.

https://latistor.blogspot.com/2012/09/13-12-43.html

Γιώργου Ιωάννου, +13-12-43 (ανάλυση)

 

Ανάλυση διηγήματος: Βαλεντίνα Δημητριάδου Σαλτέ, Φιλόλογος

Το διήγημα ανήκει στη συλλογή «Για ένα φιλότιμο», εκδόσεις Διαγώνιος, 1964

Θεματικός πυρήνας:

Η ανακομιδή των λειψάνων ενός από τους νεκρούς (16χρονο τότε αγόρι) από τα αδέλφια του, 20 χρόνια μετά τη μαζική εκτέλεση στα Καλάβρυτα

Ενότητα δράσης

Η δράση κινείται γύρω από το κεντρικό γεγονός της ανακομιδής των οστών. Το γεγονός αυτό γίνεται πυρήνας γύρω από το οποίο ξετυλίγονται τα νήματα της ιστορίας και φωτίζονται τα σχετικά περιστατικά (με άμεσες, ελλειπτικές κυρίως αναφορές, ή με υπαινιγμούς)

Χώρος: Νεκροταφείο ► Καλάβρυτα Μεσσηνίας ► Ελλάδα

  • Νεκροταφείο:

Σταθερό σημείο αναφοράς ο χώρος, το νεκροταφείο των Καλαβρύτων, όπου διαδραματίζεται το διήγημα υπηρετώντας την ενότητα του χώρου. Εκεί τοποθετείται σε μία μέρα το παρόν της δράσης (ενότητα χρόνου/αφηγηματικός χρόνος, 1963), ενώ ζωντανεύει συνειρμικά το ιστορικό – παρελθοντικό γεγονός (1943). Εκεί προμηνύεται ως απειλή μέσα από την ατμόσφαιρα και τους υπαινιγμούς και το εφιαλτικό μέλλον, χειρότερο ίσως από το παρελθόν. Έστω και ελλειπτική, με ελάχιστες αναφορές, η περιγραφή του (βράχος, λειχήνες, μεγάλο δέντρο) υπαινίσσεται την προχειρότητα της ταφής τότε, αλλά και τη σημερινή κατάσταση του χώρου (ερήμωση, εγκατάλειψη). Μπορεί κανείς να φανταστεί πως ο συγκεκριμένος χώρος – χωρίς να αποβάλλει την ιδιαίτερη ιστορική του σημασία κι ενώ διατηρεί τη δική του δραματική υπόσταση – λειτουργεί ως μικρογραφία της Ελλάδας.

  • Καλάβρυτα Μεσσηνίας:

Τοπίο και μνημείο (λόφος, σταυρός) υπενθυμίζουν το ιστορικό γεγονός (μαζική σφαγή) δίνοντας το γενικότερο σκηνικό του δράματος, στο παρελθόν και το παρόν.

  • Ελλάδα:

Υποβάλλεται (α) το ιστορικό υπόβαθρο (Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος / Γερμανική Κατοχή) και (β) το πολιτικό/κοινωνικό σκηνικό της τελευταίας 20ετίας (μετεμφυλιακά χρόνια)

 

Χρόνος:

Χρόνος αφήγησης / δράσης : παρόν (1963)

  1. Χρόνος ιστορικού γεγονότος: παρελθόν (1943)

Ενότητα χρόνου – σύνδεση  ιστορικού και αφηγηματικού χρόνου

Ο ιστορικός χρόνος του διηγήματος – η συγκεκριμένη μέρα της ανακομιδής – λειτουργεί σε σχέση με το παρελθόν (20 χρόνια μετά τη μαζική εκτέλεση). Ο αφηγηματικός χρόνος (όπως προαναφέρεται) διαρκεί μία μέρα (ενότητα χρόνου), μέσα στην οποία όμως ζωντανεύει η ιστορία 20 ολόκληρων χρόνων (εγκιβωτισμός).

 

Πρόσωπα:

Ο αφηγητής

Τα αδέλφια του νεκρού (ένας άντρας, μία γυναίκα)

Οι Έλληνες τουρίστες

  • Ο μεγάλος απών-παρών (το 16χρονο αγόρι)

Δομή του διηγήματος:

–       Πρόλογος:                               Άφιξη του αφηγητή στο χώρο

–       Α΄ πράξη – επεισόδιο:             Ανακομιδή των λειψάνων – α΄ τελετουργικό

–       Κομμός:                                  Μοιρολόι

–       Β΄ πράξη – επεισόδιο: Εισβολή των Ελλήνων τουριστών:

β΄ τελετουργικό – ολοκλήρωση της ανακομιδής – λύση

–       Έξοδος:                                   Αποχώρηση των προσώπων και του αφηγητή

Η όλη δράση θυμίζει τραγικό δρώμενο. Άφιξη του αφηγητή (πρόλογος). Δύο σκηνές – επεισόδια στον ίδιο χώρο (ενότητα χώρου), με ένα τελετουργικό στο καθένα. Στο πρώτο, τα αδέλφια του νεκρού, τραγικές φιγούρες της ιστορίας ζουν αθόρυβα το δικό τους δράμα, κινούμενοι υπό το βάρος των συναισθημάτων τους. Στο δεύτερο, το ανώνυμο πλήθος των Ελλήνων με τη συμπεριφορά του οδηγεί τα συναισθήματα του αναγνώστη στην κορύφωση και συμβάλλει στην αποκάλυψη της τραγικής αλήθειας: της εθνικής και της πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας και του δράματος μεγάλου μέρους του λαού της.  Τα δύο επεισόδια δένονται με ένα «όμως», δηλωτικό της αλλαγής της ατμόσφαιρας και της εξέλιξης της δράσης. Ενδιάμεσα ένα μοιρολόι (κομμός). Ο τραγικός χορός δε βρίσκεται στη σκηνή να ψάλλει το στάσιμο. Το μοιρολόι υποβάλλει το αθέατο πλήθος του χορού, εκείνων που θρηνούν για την τραγική μοίρα των αδυνάτων, αλλά παρακολουθούν ανήμποροι (ή απαθείς) τις εξελίξεις, απόντες από τη δράση. Είναι ο κομμός του κάθε νεκρού ήρωα – θρήνος και συνάμα ύμνος στη θυσία. Και η λύση έρχεται με την ολοκλήρωση της ανακομιδής. Ακολουθεί η έξοδος – αποχώρηση των προσώπων και ο απολογισμός-απολογία του αφηγητή.

Ατμοσφαιρικός τόνος του διηγήματος:

Πρόλογος: Το δέος προκαλείται στον αναγνώστη από την αρχή

  • Ο εξομολογητικός τόνος εισάγει κατευθείαν τον αναγνώστη στην ατμόσφαιρα του δρώμενου και μεταδίδει τη συναισθηματική φόρτιση του αφηγητή:

–       Οι δηλώσεις της ψυχικής ταραχής του αφηγητή από την πρώτη στιγμή καθηλώνουν τον αναγνώστη και τον προετοιμάζουν για όσα θα ακολουθήσουν (Φτάνω στο σημείο να πω πως θα’ταν καλύτερα να μην είχα πατήσει ποτέ μου σε κείνον τον τόπο της ομαδικής εκτελέσεως / ποτέ μου δεν ταράχτηκα και δεν έκλαψα τόσο, όσο αυτή τη φορά / η ψυχή μου έχει κολλήσει εκεί / μου φαίνεται πως θα μείνω για πάντα, σαν ένα αγριόχορτο, καθισμένος δίπλα σε κείνο τον τάφο)

  • Η ιερότητα του χώρου είναι κατάδηλη:

–       Αναφορές σε άλλα ‘τοπία’ νεκρών (η γη της πατρίδας μας είναι παραγεμισμένη με κόκαλα παλικαριών)

–       Λιτές αναφορές στο ιστορικό συμβάν (τόπος της ομαδικής εκτελέσεως)

–       Άμεση εξαγγελία του θέματος (γιατί την ώρα που βρέθηκα εκεί, μια γυναίκα κι ένας άντρας, αδέλφια, άνοιγαν τον τάφο του μικρότερου αδελφού τους που είχε εκτελεστεί πριν από είκοσι χρόνια )

Α΄ πράξη: Υποβλητική – κατανυκτική ατμόσφαιρα: αποπνέει σεβασμό, συγκίνηση, δέος, ευλάβεια, έλεος

–       Η ιερότητα του σκηνικού (νεκροταφείο – χώρος μαρτυρίου, κερί, στο θυμιατό σιγόκαιγε θυμίαμα, ευώδιαζε ο τόπος)

–       Η ιεροτελεστία (εκταφή, καθάρισμα των οστών, πλύσιμο με κόκκινο κρασί, ευλαβική τοποθέτηση, το θυμιατό, το αναμμένο κερί)

–       Η κίνηση – ακινησία των προσώπων (η γυναίκα σχεδόν γονατιστή, αράδιαζε ευλαβικά, ο αφηγητής σιγοκάθεται σε μια άκρη, σκύβει το κεφάλι, δεν τολμά να τους κοιτάξει, κοιτάζει το βραχάκι και τις λειχήνες)

–       Τα αισθήματα και οι σκέψεις του αφηγητή (νιώθει παρείσακτος, θέλει να γίνει ένα με το χώμα)

–       Ο σιωπηλός χώρος – η σιωπή των προσώπων (λέξη δεν έλεγαν, ούτε ακουγόταν κλάμα, καταλάβαινα πως τα μάτια τους τρέχαν ο αδελφός μιλά βραχνά)

–       Το μοιρολόι που ψιθυρίζει ανεπαίσθητα ο αφηγητής (κομμός):

κορύφωση της συγκίνησης, του δέους, της ευλάβειας

Όμως: προετοιμασία για το αντίθετο κλίμα – ατμόσφαιρα

Β΄ πράξη: Βεβήλωση – προκαλεί την οργή του αναγνώστη

–       Οι «εισβολείς» δηλώνονται ως μπουλούκι εντόπιοι τουρίστες, θυμίζουν τις ορδές των βαρβάρων που βεβηλώνουν τον ιερό περίβολο. Αποτελούν ένα ψηφιδωτό ατόμων διαφορετικών της μεταπολεμικής – μετεμφυλιακής Ελλάδας, με κοινή ιδιότητα αυτήν του τουρίστα.

–       Η συμπεριφορά τους αποκαλύπτει σταδιακά το ήθος τους.

Δείχνουν σεμνότητα και εφαρμόζουν το τυπικό τελετουργικό όπως επιβάλλει η «πολιτισμένη» συμπεριφορά (γι’ αυτό φαίνονται μορφωμένοι): καταθέτουν στεφάνι καλοκαμωμένο, κρατούν ενός λεπτού σιγή, ακούνε το ιστορικό της εκτέλεσης από μια ψυχρή περιγραφή. Και νομίζουν πως έτσι έχουν επιτελέσει το χρέος τους απέναντι στην πατρίδα. Είναι τυπικοί και ψυχροί, στην πραγματικότητα «δήθεν» πολιτισμένοι.

Μετά το τέλος του τελετουργικού αποκαλύπτουν την πραγματική τους στάση: σκορπούν μιλώντας δυνατά, χαχανίζουν, αρχίζουν τις ερωτήσεις και γίνονται αδιάκριτοι απέναντι στους συγγενείς του νεκρού. Αισθάνονται ευτυχείς για τη συγκυρία της άφιξής τους με το επισυμβαίνον, τυχεροί που θα προσθέσουν στις συγκινήσεις της ζωής τους και στις προς διήγηση ατραξιόν της εκδρομής τη σκηνή της ανακομιδής. Δεν αντέχουν όμως να αντικρίσουν την αλήθεια – η θέα του κρανίου τους ενοχλεί – γι’ αυτό αρχίζουν να απομακρύνονται, για να επιστρέψουν στη δική τους πραγματικότητα. Μέσα από τη στάση τους διαγράφεται η ετερογένεια της ομάδας και ο βαθμός της αλλοτρίωσης και του πολιτικού αμοραλισμού του καθενός:

 Πολλοί ήρθαν τριγύρω μας. Κάποιος τους θύμισε πως η ώρα περνάει. Πολλοί προθυμοποιήθηκαν. Άναψε ζωηρή συζήτηση ανάμεσά τουςΈνας ακούστηκε να φωνάζει με θυμό. Κανένας δεν αντιμίλησε. Ήταν και κάποιος με στολή μαζί τους.

Στοιχεία αγιοποίησης του δεκαεξάχρονου αγοριού

–       Το νεαρό της ηλικίας του – η αθωότητα

–       Ο τρόπος μαρτυρίου (μαζική σφαγή αθώων ανθρώπων)

–       Η σφαίρα στο μέτωπο ανάμεσα στα φρύδια (χαριστική βολή) αφήνει να νοηθεί ότι εκείνη την ώρα ο ήρωας μπορεί να κοιτούσε τον εκτελεστή του στα μάτια: αθωότητα – ψυχική δύναμη – μαρτύριο.

Αφηγηματική τεχνική: Μονοεστιακή αφήγηση.

Ένας αφηγητής-παρατηρητής των δρώμενων ως πρόσωπο παρών στο συμβάν, που δε λαμβάνει μέρος στα διαδραματιζόμενα. Καταγράφει με εξωτερική εστίαση τα συμβάντα, ενώ η εσωτερική εστίαση περιορίζεται στην εσωτερική δράση του ήρωα-αφηγητή.

Αφηγηματικοί άξονες

Η όλη αφήγηση κινείται πάνω στις αντιθέσεις, αντιπαραβάλλοντας τα δύο επίπεδα, αυτό του «φαίνεσθαι» και αυτό του «είναι». Από τη μια η βιτρίνα μιας Ελλάδας που προοδεύει (τουρισμός), από την άλλη η πραγματικότητα που έχουν δημιουργήσει οι πολιτικές συνθήκες των μετεμφυλιακών χρόνων και το προφίλ της προ-δικτατορικής περιόδου. Ανάμεσά τους, λειτουργεί το «άγραφο κείμενο», το βλέμμα, η άποψη, ο υπαινιγμός, το σχόλιο του συγγραφέα, καλώντας τον αναγνώστη να βρει την αλήθεια μέσα από όσα λέγονται, όσα αφήνονται να νοηθούν ή όσα με την απουσία τους μιλούν. Ανάμεσα στα δρώντα πρόσωπα ζωντανεύει ο απών-παρών (ο δεκαεξάχρονος ήρωας)· ανάμεσα στις σκηνές του παρόντος ζωντανεύει η φρίκη του παρελθόντος, αλλά και αιωρείται η απειλή του μέλλοντος. Ο αφηγητής – συγγραφέας βρίσκεται μετέωρος ανάμεσα στους δύο κόσμους, πάσχει από το αίσθημα του μη ανήκειν. Εγκλωβισμένος ανάμεσα στις αδυναμίες και τη συνείδησή του, στην επίγνωση ότι δεν έπραξε και δεν πράττει από τη μια και τη γνώση του τι έπρεπε και τι πρέπει να πράξει από την άλλη, πάσχει, προειδοποιεί για το μέλλον, καταθέτοντας – ως πνευματικός άνθρωπος – τη μαρτυρία και το βλέμμα του πάνω στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

Η θέση και η στάση του αφηγητή

Σε όλη τη διάρκεια του δρώμενου παρακολουθούμε τον αφηγητή αφενός να καταγράφει την εξωτερική δράση, και αφετέρου να εξομολογείται όσα διαδραματίζονται μέσα του (σκέψεις, συναισθήματα). Από την αρχή του διηγήματος καταγράφεται η επίδραση των γεγονότων στον ψυχικό κόσμο του ήρωα-αφηγητή: Κλονίζεται σε υπέρμετρο βαθμό (φτάνω στο σημείο να πω πως ίσως θα ’ταν καλύτερα να μην είχα πατήσει ποτέ μου σε κείνο τον τόπο της ομαδικής εκτελέσεως), ταράζεται ψυχικά (ποτέ μου δεν ταράχτηκα και δεν έκλαψα τόσο, όσο αυτή τη φορά), συγκλονίζεται και πάσχει (η ψυχή μου έχει κολλήσει εκεί, μου φαίνεται πως θα μείνω για πάντα, σαν ένα αγριόχορτο, καθισμένος δίπλα σε κείνο τον τάφο).

Πλησιάζοντας στη σκηνή της ανακομιδής, αισθάνεται παρείσακτος και ενοχλητικός μόνο με την παρουσία του (πολύ ήταν και μου με άφηναν κοντά τους μια τέτοια ώρα), όσο διακριτικά κι αν συμπεριφέρεται (όταν κατάλαβα τι συνέβαινε, σιγοκάθισα πάνω στα πόδια μου σε μια άκρη / έσκυψα το κεφάλι μου προς το χορτάρι και δεν προσπαθούσα, ούτε τολμούσα να τους κοιτάξω, είχα γίνει πια ένα με το χώμα). Όταν ‘ζωντανεύει’ συνειρμικά η σκηνή της εκτέλεσης (μια μικρή τρύπα λίγο πιο πάνω από το μέτωπο), αισθάνεται δέος απέναντι στο νεκρό (έπρεπε να προσκυνήσω), ενώ ταυτόχρονα ντρέπεται για τη δική του δειλία (είμαι τόσο ανάξιος). Στη συνέχεια προσπαθεί να μπει στην ψυχή του ήρωα την ώρα της εκτέλεσης παρατηρώντας τη φύση και προσπαθώντας να ζωντανέψει το βλέμμα του. Η προσπάθειά του να «ζήσει» τα συναισθήματα του ήρωα, τον φέρνει αντιμέτωπο με τη δική του δειλία (όταν βρέθηκα σε κάτι τιποτένιους κινδύνους). Αναζητώντας πώς να «ταυτιστεί» με το δεκαεξάχρονο αγόρι (ήταν της ηλικίας μου), εξομολογείται τις αδυναμίες του (δεν είναι δυνατόν να διαφέρω τόσο πολύ απ’ τους άλλους) και αισθάνεται βαρύτατη ενοχή, γιατί αυτός είναι ζωντανός (αυτή η διαφορά είναι που με καίει). Τέλος, θρηνεί αθόρυβα το νεκρό λες κι είναι δικός του άνθρωπος (μοιρολόι) «δανείζοντας» για λίγο τη ζωή του στο δεκαεξάχρονο αγόρι.

Σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ο αφηγητής συμπάσχει με τους συγγενείς του νεκρού αγοριού. Όταν εμφανίζεται το πλήθος των Ελλήνων τουριστών, φαίνεται ξεκάθαρα ότι κατακρίνει τη στάση τους και ότι τοποθετείται με το μέρος των συγγενών του νεκρού (τριγύρω μας / σαν να μην ήμασταν κι εμείς λίγο πιο πάνω). Θέλει να αντιδράσει απέναντι στην προδοτική φωνή (μου’ ρθε να πέσω πάνω σε κείνη την άτιμη φωνή και να τη στραγγαλίσω άγρια), όμως δεν αντιδρά, εγκλωβισμένος στη μέχρι τώρα στάση ζωής του, αυτήν του παρατηρητή. Θέλει να ακολουθήσει τα δύο αδέλφια, γιατί ιδεολογικά ανήκει στο δικό τους κόσμο, γι’ αυτό και υποφέρει, όταν αυτοί δεν τον παίρνουν μαζί τους (με πήρε το παράπονο), όπως θα ήθελε. Οργίζεται με τον εαυτό του, γιατί αντιλαμβάνεται ότι οι πράξεις του τον κατατάσσουν στην ίδια κατηγορία με το πλήθος. Στο τέλος του διηγήματος, απογοητευμένος από τον εαυτό του, απελπισμένος εξαιτίας των επιλογών που έχει κάνει στη ζωή του, και αηδιασμένος από όσα προηγήθηκαν, καταλήγει στο πιο λαϊκό καφενείο, θέλοντας να αποστασιοποιηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο από τον κόσμο των Ελλήνων τουριστών.

Υπαινιγμοί

  • Το ίδιο το γεγονός της ανακομιδής των οστών το 1963

–       Το γεγονός ότι η ανακομιδή των οστών από τα αδέλφια του νεκρού γίνεται με καθυστέρηση 20 χρόνων, σε συνδυασμό με τα έντονα συναισθήματα που βιώνουν, αφήνει μετέωρα ερωτήματα για τα αίτια της απουσίας των συγγενών εδώ και τόσα χρόνια. Σίγουρα η απάντηση δε βρίσκεται στην αδιαφορία τους για το νεκρό αδελφό τους.

–       Το γεγονός ότι εδώ και 20 χρόνια, κανένας δεν έχει φροντίσει για τους νεκρούς μετά την πρόχειρη ταφή που έκαναν τότε οι γυναίκες του χωριού, (Εξάλλου δεν τον είχαν θαμμένο καθόλου βαθιά. Μάλλον γυναίκες θα είχαν φροντίσει για την ταφή του) γεννά ερωτήματα για τη στάση του κράτους απέναντι στους νεκρούς της ναζιστικής θηριωδίας. (Είναι γνωστό ότι η Εθνική Αντίσταση αναγνωρίστηκε επίσημα από το κράτος το 1981).

–       Η απουσία ενός ιερέα από την τελετή της ανακομιδής, προκαλεί υποψίες για τη στάση της εκκλησίας απέναντι στους ήρωες της αντίστασης στα μετεμφυλιακά χρόνια.

–       Η παραγνώριση της μαρτυρικής θυσίας των Καλαβρυτινών εκ μέρους της πολιτείας, δηλώνεται από τον αφηγητή ξεκάθαρα: ελεεινό για μια τέτοια θυσία κενοτάφιο.

  • σα μαθημένοι από κάτι τέτοια

Τα αδέλφια του νεκρού όχι μόνο δεν αντιδρούν απέναντι στην προδοτική φωνή, αλλά σκύβουν το κεφάλι, γιατί προφανώς δεν είναι η πρώτη φορά που έχουν ακούσει τέτοια λόγια. Λόγια που προσβάλλουν τη μνήμη του νεκρού αδελφού τους, την ίδια την ιστορία, αλλά και τα δικά τους ιδανικά. Λόγια, όμως, που επιτρέπεται να λέγονται σε ένα κράτος που – 20 χρόνια μετά το τέλος του πολέμου – όχι μόνο δεν έχει τιμήσει τους νεκρούς της αντίστασης, αλλά διώκει ακόμη τους νικημένους του Εμφυλίου. Οι οδυνηρές συνέπειες του εμφύλιου για τη χαμένη παράταξη, ο εκφοβισμός, η φίμωση, είναι εμφανείς. Η φράση αυτή «απαντά» στο ερώτημα της εικοσάχρονης απουσίας των συγγενών του νεκρού. (εξορία εντός ή εκτός της Ελλάδας)

  • Το κασόνι της αμερικάνικης βοήθειας

Αφήνεται να νοηθεί η εμπλοκή της Αμερικής στα πολιτικά και οικονομικά δρώμενα της Ελλάδας στα μετεμφυλιακά χρόνια, με όλες τις συνέπειες στη ζωή των Ελλήνων.

  • Από εφημερίδες άλλο τίποτα, και τι εφημερίδες / η βρώμικη εφημερίδα

Ο τύπος, αυτή την τόσο κρίσιμη για την Ελλάδα περίοδο, κάθε άλλο παρά ανταποκρίνεται στην αποστολή του. Η κομματικοποίηση των εφημερίδων τις οδηγεί σε ένα «βρώμικο» ρόλο. Με τη θεματολογία και τον ιδεολογικό περιεχόμενό τους:

–       παραχαράσσουν την ιστορία, παραποιούν τα γεγονότα, αποκρύβουν την αλήθεια, παρουσιάζουν παραπλανητικά στοιχεία για τα πολιτικά δρώμενα, υποβάλλουν έντεχνα και άρα επιβάλλουν μια άλλη ιστορική και πολιτική αλήθεια

–       διαμορφώνουν μια συγκεκριμένη ιδεολογική αντίληψη, όπως τη θέλει το επίσημο κράτος και άρα καθορίζουν μια παθητική στάση ζωής σε σχέση με τα πολιτικά δρώμενα

–       συντηρούν το κλίμα του εθνικού διχασμού

–       αποπροσανατολίζουν το λαό και τον οδηγούν στην αλλοτρίωση ασχολούμενος με «ανώδυνα» θέματα

  • Ήταν και κάποιος με στολή μαζί τους

Η παρουσία του ένστολου, του «οργάνου της τάξης» υποδηλώνει την παρακολούθηση των πολιτών, το χαφιεδισμό, την επιβολή της τάξης μέσω του εκφοβισμού και τη συνακόλουθη συμπεριφορά των Ελλήνων.

  • Κανένας δεν αντιμίλησε

Οι Έλληνες δεν αντιδρούν και αποδέχονται παθητικά την «επίσημη αλήθεια», τη μία αλήθεια που υιοθετεί η κυρίαρχη εξουσία, ακόμη κι αν αυτή αντιτίθεται στην εθνική τους συνείδηση. Σιωπούν λες και δεν τους αφορά. Ο πολιτικός αμοραλισμός των Ελλήνων, ο φόβος ή και η απάθειά τους απέναντι στις δυνάμεις της εξουσίας, η αδιαφορία και η αποχή τους από το πολιτικό σκηνικό, η άμβλυνση της εθνικής τους συνείδησης, θα επιτρέψουν την εγκαθίδρυση της στρατιωτικής δικτατορίας τρία χρόνια μετά.

Ο πολιτικός αμοραλισμός των Ελλήνων

Οι Έλληνες έχουν ξεχάσει, ή ηθελημένα αγνοούν, ή θυμούνται επιλεκτικά και επιφανειακά· πάντως εφησυχάζουν τη συνείδησή τους με ανώδυνες πατριωτικές πράξεις και παράλληλα λειτουργούν σα μια ανώνυμη μάζα που αποδέχεται παθητικά την όποια παραχάραξη της ιστορίας, την όποια στάση ή ιδεολογία προβάλλεται από την κυρίαρχη εξουσία του κράτους.

Η αλλαγή στη γλώσσα της αφήγησης

Αν παρατηρήσουμε τη γλώσσα του διηγήματος, βλέπουμε ότι στην τελευταία παράγραφο διαφοροποιείται (φτωχαίνει, εκχυδαϊζεται) ως σημάδι της εσωτερικής κατάπτωσης του αφηγητή. Πηγαίνοντας στο πιο λαϊκό καφενείο, ο αφηγητής χρησιμοποιεί φράσεις που δε δένουν με το γλωσσικό επίπεδο του διηγήματος, όπως «έμεινα ξωπίσω» και «έχω καταφέρει να χωρώ και να ταιριάζω μονάχα με κάτι τέτοιους». Το «πούλμαν», σημάδι της αμερικανοποίησης, δηλώνει την πολιτισμική αλλοτρίωση των Ελλήνων.

Ο ρόλος της φύσης

Μοναδικός μάρτυρας της ιστορίας η φύση. Αυτή κουβαλά τη μνήμη των γεγονότων, όπως πραγματικά έγιναν. Το χώμα έχει ποτιστεί με το αίμα των ηρώων και τα δάκρυα των γυναικών, έχει αγκαλιάσει τα αθώα σώματα των νεκρών· βράχια και δέντρα έχουν αντικρίσει το βλέμμα των μελλοθανάτων· γη και αέρας έχουν κρατήσει τους ήχους της σφαγής και το θρήνο. Η φύση λοιπόν έχει συλλάβει τους κραδασμούς των γεγονότων, έχει αισθανθεί το δράμα των ανθρώπων και αποτυπώσει μέσα της την ιστορική αλήθεια. Διατηρεί τους ήχους, τις εικόνες, τις σκηνές του παρελθόντος και τις θυμίζει σ’ αυτούς που θέλουν να τις θυμούνται. Αυτή «φέρει» το παρελθόν και άρα μπορεί να το ζωντανέψει στο παρόν, μπορεί να συνδέσει τους νεκρούς ήρωες της ιστορίας με τους ζώντες (το βλέμμα πάνω στο βραχάκι και τις λειχήνες, το δέντρο).

Το μοιρολόι

Ανάμεσα στα δύο επεισόδια, ανάμεσα στη νεκρική σιωπή και το βέβηλο θόρυβο των ζωντανών, «ακούγεται» το μοιρολόι. Το έχει προκαλέσει η νεκρική ατμόσφαιρα, το τελετουργικό της ανακομιδής, που ανασκαλεύει τις μνήμες της ταφής. Κανένας δεν έχει επίσημα και φανερά θρηνήσει ως τώρα τους νεκρούς, δεν έχει υμνήσει τη θυσία τους. Είναι καιρός να τιμηθούν οι ήρωες όπως τους αρμόζει. Το ρόλο αναλαμβάνει ο αφηγητής με το αντρίκιο μοιρολόι. Ο θρήνος συνταιριάζει με τον ύμνο. Δεν πρόκειται για ένα θλιβερό τραγούδι της ταφής, αλλά για ύμνο στη θυσία. Το περιεχόμενό του παραπέμπει στη λεβεντιά, την αντριωσύνη, την ψυχική δύναμη των μελλοθανάτων. Ο αφηγητής «δανείζει» για λίγο τη ζωή του στο νεκρό. Έτσι, μέσα από την εσωτερική φωνή του αφηγητή, ακούγεται ο ίδιος ο νεκρός ήρωας, λες και το τραγουδά στον εαυτό του, να αντλήσει θάρρος καθώς οδεύει προς το θάνατο.

Στόχος του διηγήματος

Το διήγημα γράφεται 20 χρόνια μετά τη μαζική εκτέλεση των Ελλήνων από τους Γερμανούς στα Καλάβρυτα. Η αφήγηση περιστρέφεται γύρω από το γεγονός της ανακομιδής των οστών ενός από τα θύματα του ναζισμού, ενός δεκαεξάχρονου αγοριού, 20 χρόνια μετά την εκτέλεση. Προφανώς, στόχος του Ιωάννου δεν είναι να ξυπνήσει το μίσος του αναγνώστη απέναντι στους Γερμανούς· αλλά να «μιλήσει» για τα πολιτικά δρώμενα της Ελλάδας την τελευταία εικοσαετία, να «ενοχλήσει» τις συνειδήσεις των Ελλήνων για τον πολιτικό τους αμοραλισμό και να προειδοποιήσει για τα χειρότερα που προβλέπει. Πράγματι, ένα χρόνο μετά τη δημοσίευση της συλλογής «Για ένα φιλότιμο» (στην οποία ανήκει και το συγκεκριμένο διήγημα, 1964) θα ακολουθήσουν τα Ιουλιανά (1965) και τρία χρόνια μετά, θα επιβληθεί στην Ελλάδα στρατιωτικό καθεστώς (δικτατορία, 1967-74).

Σημειώσεις Κίκα Ολυμπίου – Καίτη Χρίστη

Α. Ο συγγραφέας

Ο Γιώργος Ιωάννου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, από προσφυγική οικογένεια της Ανατολικής Θράκης. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εργάστηκε ως φιλόλογος σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας (και για δυο χρόνια στη Λιβύη). Σημαντική επίσης υπήρξε η συμβολή του, όταν το 1974 ορίστηκε ως μέλος της Επιτροπής για τη συγκρότηση ανθολογίου κειμένων λογοτεχνίας για το Δημοτικό σχολείο, καθώς και για την ανανέωση των Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων του Γυμνασίου.

 Ξεκίνησε τη λογοτεχνική του πορεία ως ποιητής (Ηλιοτρόπια, 1954, Τα χίλια δέντρα, 1963), αλλά από το 1964 στρέφεται οριστικά στην πεζογραφία, με πρώτο έργο τη συλλογή πεζογραφημάτων Για ένα φιλότιμο. Παράλληλα μελετά τη νεοελληνική παράδοση, καταγράφει και εκδίδει δημοτικά τραγούδια, παραμύθια και έργα του Θεάτρου Σκιών (Καραγκιόζης). Μετέφρασε επίσης έργα της κλασικής γραμματολογίας, έγραψε θέατρο, χρονογραφήματα και μελέτες. Κύρια όμως λογοτεχνική ενασχόλησή του υπήρξε η πεζογραφία, στην οποία καθιέρωσε ένα εντελώς προσωπικό ύφος και τρόπο γραφής, που επηρέασε αρκετούς μεταγενέστερους λογοτέχνες. Τα κυριότερα πεζά του είναι: Για ένα φιλότιμο,  Η ΣαρκοφάγοςΗ μόνη κληρονομιάTo δικό μας αίμα, (1978 Πρώτο Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας), Επιτάφιος ΘρήνοςΚοιτάσματαΟμόνοιαΠολλαπλά κατάγματαΕφήβων και μηΕύφλεκτη χώραΚαταπακτήΗ πρωτεύουσα των προσφύγωνΟ της φύσεως έρως.

Ως προς το χρόνο της γέννησής του ο Γιώργος Ιωάννου μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά πεζογράφων, οι εμπειρίες του όμως από την περίοδο της Αντίστασης και του Εμφυλίου, αλλά και ο χρόνος εμφάνισής του στα Γράμματα, τον τοποθετούν στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Το πεζογραφικό του έργο, ιδιότυπο και μοναχικό, που θα μπορούσε να ενταχθεί στην ευρύτερη περιοχή του εσωτερικού μονολόγου, έχει τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.

Β. Στοιχεία τεχνικής

Μονομερής ή μονοεστιακή αφήγηση

Είναι μια μορφή αφήγησης στην οποία τα πάντα μας δίνονται από την οπτική γωνία ενός μονάχα προσώπου, το οποίο μπορεί να μετέχει στα εξιστορούμενα ή απλώς να παρακολουθεί ως θεατής και να μας τα αφηγείται. Η εσωτερική ζωή ανήκει σ’ ένα μόνο πρόσωπο, τα υπόλοιπα αφηγηματικά πρόσωπα, όταν υπάρχουν, δίνονται εξωτερικά, δηλαδή όπως τα βλέπει, τα ακούει το ένα αφηγηματικό πρόσωπο. Η μονομερής αφήγηση δεν είναι υποχρεωτικό να διατυπώνεται σε πρώτο πρόσωπο, αν και αυτή είναι η συνήθης τακτική. (Αντίθετη της μονοεστιακής είναι η πολυμερής αφήγηση, όπου τα γεγονότα μας δίνονται με βάση τον τρόπο με τον οποίο τα ζουν διάφορα πρόσωπα, από ένα «παντογνώστη» αφηγητή).

Διάσπαση του αφηγηματικού θέματος

Το κείμενο σχηματίζεται από θεματικές ψηφίδες, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με διάφορες εσωτερικές ή εξωτερικές συνάφειες. Ο, τι συνδέει τις θεματικές ψηφίδες δεν είναι η χωρική ή χρονική αλληλουχία, αλλά η αλληλεγγύη τους προς την ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο αφηγητής την ώρα που αφηγείται. Με άλλα λόγια, στην τεχνική του διασπασμένου θέματος, που κυριαρχεί στην πεζογραφία του Ιωάννου, δεν έχουμε την κλασική μορφή διηγήματος με αρχή, μέση, τέλος, με δέση, κορύφωση και λύση αλλά τα γεγονότα εκτίθενται με τη σειρά που παίρνουν συνειρμικά στη συνείδηση του συγγραφέα, ενώ ταυτόχρονα παρεμβάλλονται σκέψεις και συναισθήματα. (Ας σημειωθεί ότι το υπό εξέταση διήγημα, κατ’ εξαίρεση με άλλα πεζογραφήματα του Ιωάννου, πλησιάζει περισσότερο την κλασική μορφή διηγήματος και λιγότερο την τεχνική του διασπασμένου θέματος).

Σύνθεση του χρόνου

Πρόκειται για τη σύνθεση παρόντος-παρελθόντος και γενικότερα διαφορετικών χρονικών στιγμών, η οποία είναι αλληλένδετη με την τεχνική του διασπασμένου θέματος. Σύμφωνα με την τεχνική αυτή η αφήγηση μπορεί να ξεκινά από το παρόν ή το παρελθόν, αλλά δεν αποτελεί την αφετηρία μιας αφήγησης που προχωρεί γραμμικά προς όλο και μεταγενέστερες στιγμές. Η μετάβαση από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα είναι συνεχής, παρακολουθώντας τη συνειρμική ροή της σκέψης και την ψυχική κατάσταση του αφηγητή.

Γ. Άλλα χαρακτηριστικά

 

Ιδιότυπη (και ευδιάκριτη) αφηγηματική φωνή

Θυμίζει την ανθρώπινη φωνή της καθημερινής ομιλίας αλλά έχει τον αποκλειστικά δικό της χαρακτήρα, δεν μοιάζει με την ομιλία κανενός μας, ούτε και με την ομιλία του ίδιου του συγγραφέα στον προφορικό του λόγο. Είναι «η φωνή του κειμένου», το ιδιαίτερο ύφος και τόνος που αντανακλά την προσωπικότητα του συγγραφέα. Η ιδιαιτερότητα της αφηγηματικής φωνής του Ιωάννου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην απλή γλώσσα που χρησιμοποιεί με την οποία  δεν προσπαθεί να εντυπωσιάσει, στον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ανακαλεί το παρελθόν, γράφοντας συνειρμικά, παρεμβάλλοντας στις αναμνήσεις σκέψεις και συναισθήματα.

 

Βιωματικό στοιχείο

Αυτό πρέπει να διακριθεί από την εμπειρία. Οι εμπειρίες είναι τα διάφορα περιστατικά στα οποία μετέχει κανείς και με τα οποία έρχεται σ’ επαφή με τον κόσμο μέσα στον οποίο ζει. Για παράδειγμα οι εμπειρίες του Ιωάννου συνδέονται με τα μέρη όπου πέρασε τη ζωή του (Θεσσαλονίκη, ελληνική επαρχία, Βεγγάζη της Λιβύης, Αθήνα) και το κοινωνικό του περιβάλλον (η οικογένεια, οι φτωχογειτονιές, οι παρέες, οι άνθρωποι που γνώρισε, οι επαγγελματικές σχέσεις κλπ). Αυτά όλα είναι η πρώτη ύλη στην οποία προστίθενται τα συναισθήματα, οι φαντασιώσεις και οι ισχυρές πνευματικές καταστάσεις που έχει ζήσει ο άνθρωπος. Το βίωμα είναι η μεταστοιχείωση του εμπειρικού υλικού σε αισθητική οντότητα, σε περιεχόμενο. Λέει σχετικά ο ίδιος: «Στο έργο μου περνάνε τα προβλήματά μου, η βίωσή μου, η ταλαιπωρία μου, οι σχέσεις μου με τους ανθρώπους (…)στα περισσότερα πεζογραφήματά μου ο κεντρικός πυρήνας αυτής της στοιχειώδους υποθέσεως, γύρω από το οποίο περιστρέφομαι, είναι μια νύξη, ένα υπαινικτικό πράγμα, όχι περιστατικό, αλλά μια νύξη για κάτι που μου συνέβη στη ζωή. Γύρω από εκεί έχω πλέξει μετά όλο το πεζογράφημα, αλλά το έχω συνθέσει με βάση πάλι βιωμένα στοιχεία».

Η Θεσσαλονίκη

Η γενέτειρά του διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο έργο του Ιωάννου. Είναι η μεγάλη του αγάπη στην οποία διαρκώς επιστρέφει με την ανάμνηση. Η Θεσσαλονίκη μας δίνεται όχι μόνο ως ο συγκεκριμένος ιστορικός χώρος με τα μνημεία, τις γειτονιές, τους δρόμους, την ιδιαιτερότητα των κατοίκων, ιδίως των προσφύγων, το ανατολίτικο χρώμα, την πολυπολιτισμικότητα, αλλά και ως βιωμένος χώρος στον οποίο έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια, στις εμπειρίες των οποίων συχνά επιστρέφει με τη μνήμη. Εμπειρίες προπάντων από την προπολεμική περίοδο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο. Τόσο έντονη και ιδιότυπη είναι η σχέση του με την πόλη του, ώστε σε ένα κείμενό του φτάνει στο σημείο να παρομοιάσει την πόλη με το σώμα του. Γράφει: «Παρομοιάζω το σώμα μου με την πόλη αυτή-είναι άλλωστε η γενέτειρά μου και προς αυτήν πάντοτε κατατείνω. Τόσο τυραννικά διακατέχομαι, ώστε, πράγμα αστείο ίσως, νιώθω καμιά φορά να χαράζεται η τοπογραφία της απάνω μου, με τα σημάδια της, τα σχήματα και τα χρώματά της.»3. (Ακόμα και στο διήγημα +13-12-43, παρόλο ότι διαδραματίζεται μακριά από τη Θεσσαλονίκη, τη φέρνει κάποια στιγμή στη σκέψη του όταν λέει: «Λογάριαζα, όταν γυρίσω σπίτι, να ψάξω για κείνο το ημερολόγιό μου, που μπόρεσα να κρατήσω, μέρα με τη μέρα τότε. Τι να ‘γινε άραγε εκεί σε μας αυτή τη μέρα;»).

Δ. Η συλλογή πεζογραφημάτων Για ένα φιλότιμο

 

Το «+13-12-43» περιλαμβάνεται στο πρώτο πεζογραφικό έργο του συγγραφέα, τη συλλογή Για ένα φιλότιμο, μαζί με άλλα 21 σύντομα αφηγήματα. Εδώ θα βρούμε για πρώτη φορά τα χαρακτηριστικά της γραφής που θα συνοδεύουν τον Ιωάννου σ’ όλα τα κατοπινά πεζογραφήματά του. Με  αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, δείχνουν να έχουν ένα αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. Παρουσιάζονται όλα ως μια ζωντανή ανάμνηση μιας περασμένης εποχής κι ενός συγκεκριμένου χώρου. Η εποχή είναι κυρίως η Κατοχή και γενικά το παρελθόν του συγγραφέα και χώρος η Θεσσαλονίκη. Οι φτωχογειτονιές της, οι προσφυγικοί οικισμοί, τα λαϊκά σινεμά, τα εβραϊκά μνήματα, τα δημοτικά λουτρά, το λιμάνι, κάποτε και άλλοι τόποι όπου έζησε ο συγγραφέας, η Αφρική ή η Λάρισα.

Περιστατικά και πρόσωπα αναδύονται μέσα από τις αναμνήσεις του, στις οποίες παρεμβάλλονται σκέψεις και συναισθήματα, όχι μόνο του παρελθόντος αλλά και του παρόντος. Απλότητα γραφής, βαθιά ευαισθησία, αγάπη για τον άνθρωπο, εντοπισμός και απόδοση της λεπτομέρειας, ένα λεπτό χιούμορ και μια άκακη ειρωνεία και προπάντων η προσπάθεια να διασώσει μετουσιώνοντάς τα σε τέχνη απλά, ασήμαντα περιστατικά της καθημερινότητας, διακρίνουν τη συλλογή.

  

Ε. Το διήγημα

 

  1. Υπόθεση

Η αφήγηση αρχίζει με την ανάμνηση των έντονων συναισθημάτων που δοκίμασε ο αφηγητής, όταν έτυχε να βρεθεί σ’ ένα τόπο ομαδικής εκτέλεσης που είχε γίνει είκοσι χρόνια πριν. Την ώρα της επίσκεψής του στον τόπο του μαρτυρίου, γινόταν η εκταφή των οστών ενός δεκαεξάχρονου παιδιού από έναν άντρα και μια γυναίκα, τα μεγαλύτερα αδέλφια του νεκρού παιδιού. Ενώ με συγκίνηση και δέος παρακολουθεί την ιεροτελεστία, καταφθάνει ένα μπουλούκι ντόπιοι τουρίστες, που τυπικά μόνο και χωρίς να συναισθάνονται πραγματικά την ιερότητα του χώρου, εκφωνούν ένα λόγο και καταθέτουν ένα στεφάνι. Η αποδοκιμασία του αφηγητή και η έντονη εσωτερική του αντίδραση προς τους βέβηλους επισκέπτες φτάνει στο αποκορύφωμά της, όταν κάποιος απ’ αυτούς δικαιολογεί με μια φράση του την ομαδική εκτέλεση.

  1. Τόπος

Ο χώρος όπου διαδραματίζεται το γεγονός δεν αναφέρεται ρητά στο κείμενο. Στοιχεία όμως του αφηγήματος μας καθοδηγούν για τον προσδιορισμό του. Τα στοιχεία αυτά είναι:

α) Η αναφορά σε τόπο «ομαδικής εκτέλεσης», «μαρτυρίου» και «ομαδικής ταφής», καθώς και σε 1200 εκτελεσθέντες.

β) Ο «τεράστιος κάτασπρος σταυρός» στην κορυφή του λόφου και η γραμμένη με άσπρες πέτρες  στην πλαγιά ημερομηνία.

γ) Το «αντρίκιο μοιρολόι», όχι μόνο γιατί αναφέρεται σε άντρες, αλλά και για τη συγκεκριμένη επίκληση σε «Καλαβρυτινούς μαστόρους».

δ) Τέλος, η ημερομηνία του τίτλου.

Όλα τα πιο πάνω στοιχεία σαφώς παραπέμπουν στην ομαδική εκτέλεση των Καλαβρύτων από το ναζιστικό στρατό.

Όμως δεν πρέπει να παραγνωριστεί το γεγονός πως η αοριστία ως προς τον τόπο είναι πιθανόν σκόπιμη επιλογή του συγγραφέα. Έτσι, μέσω του συγκεκριμένου χώρου, αποδίδεται τιμή σε όλους τους ανάλογους χώρους θυσίας και μαρτυρίου, αφού, όπως λέει, «η γη της πατρίδας μας είναι παραγεμισμένη με κόκαλα παλικαριών».

Ταυτόχρονα επισημαίνουμε ότι τα γεγονότα δεν συμβαίνουν μόνο στον εξωτερικό χώρο, αλλά και στον εσωτερικό, στη συνείδηση του αφηγητή, στοιχείο άλλωστε χαρακτηριστικό της πεζογραφίας του Ιωάννου. Συναισθήματα, σκέψεις, συνειρμικές εικόνες εκφράζονται παράλληλα και ταυτόχρονα με την περιγραφή των εξωτερικών σκηνών. Π.χ. α) η εναρκτήρια πρόταση («ίσως θα  ‘ταν καλύτερα…)

β) «η ψυχή μου έχει κολλήσει εκεί»

γ) οι σκέψεις που κάνει για το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται, σε σχέση με το ίδιο περιβάλλον που θα έβλεπε ο δεκαεξάχρονος εκτελεσθείς.

δ) «άρχισα να ψιθυρίζω ανεπαίσθητα το αντρίκιο εκείνο μοιρολόι»

ε) «μου ‘ρθε να πέσω απάνω σε κείνη την άτιμη φωνή και να τη στραγγαλίσω άγρια»

στ) «Στο δρόμο συνέχεια έλεγα…υποκείμενα.

Τα συμβαίνοντα στη συνείδηση, στη σκέψη, γενικά στον «εσωτερικό χώρο» καταλαμβάνουν, σύμφωνα με ένα μελετητή, μεγαλύτερη έκταση από την αφήγηση των εξωτερικών γεγονότων.

  1. Χρόνος

Ο διασπασμένος χρόνος, που αποτελεί καίριο χαρακτηριστικό στοιχείο της πεζογραφίας του Γιώργου Ιωάννου, παρατηρείται (αν και όχι στο βαθμό που υπάρχει σε άλλα κείμενά του) και στο υπό εξέταση διήγημα. Μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, μια ημερομηνία, αποτελεί τον τίτλο του αφηγήματος, στοιχείο που της αποδίδει κεντρική θέση στο όλο διήγημα. Πρόκειται για την 13η Δεκεμβρίου 1943, ημέρα της εκτέλεσης όλου του άρρενος πληθυσμού των Καλαβρύτων από τους Γερμανούς. Όμως η αφήγηση ξεκινά από τη χρονική στιγμή που ο συγγραφέας αναπολεί και εξιστορεί την επίσκεψή του στο χώρο εκείνο, επίσκεψη που πραγματοποιήθηκε είκοσι χρόνια μετά την εκτέλεση («..την ώρα που βρέθηκα εκεί μια γυναίκα κι ένας άντρας, αδέλφια, άνοιγαν τον τάφο του μικρότερου αδελφού τους, που είχε εκτελεστεί πριν είκοσι χρόνια»). Η συλλογή του Ιωάννου Για ένα φιλότιμο στην οποία περιλαμβάνεται το διήγημα 13-12-43 εκδόθηκε το 1964. Άρα η γραφή του διηγήματος πρέπει να έγινε μεταξύ του 1963-64. Αν δηλαδή θέλαμε να ανασυνθέσουμε τα γεγονότα με τη φυσική χρονολογική τους σειρά, αυτή θα ήταν: 1943: η εκτέλεση, 1963: η εκταφή και η επίσκεψη του συγγραφέα, 1963-64:αφήγηση του περιστατικού, 1964:έκδοση του βιβλίου.

Ο συγγραφέας στέκεται στο 1963-64. Από εκεί αναπολεί την επίσκεψή του αλλά ταυτόχρονα σχολιάζει. Ο τρόπος αυτός ανασύνθεσης του χρόνου δεν είναι απλώς θέμα τεχνικής. Είναι λειτουργικό στοιχείο της αφήγησης, γιατί φανερώνει την ένταση και τη διάρκεια της οδυνηρής εμπειρίας. Τα γεγονότα που ο συγγραφέας έζησε, ίσως ένα χρόνο πριν τα αφηγηθεί, είναι πολύ ζωντανά στη συνείδησή του. Δηλώνει αρχίζοντας: «Φτάνω στο σημείο να πω πως ίσως θα ‘ταν καλύτερα να μην είχα πατήσει ποτέ μου σε κείνο τον τόπο της ομαδικής εκτέλεσης». Στη συνέχεια δηλώνει: «Και τώρα, που η ψυχή μου έχει κολλήσει εκεί, μου φαίνεται πως θα μείνω για πάντα, σαν ένα αγριόχορτο, καθισμένος δίπλα σε κείνο τον τάφο», «είχα γίνει πια ένα με το χώμα, έτσι ένιωθα», σκέψεις που καταγράφουν την ένταση των συναισθημάτων που δοκίμασε, αφού διαρκούν καιρό μετά το περιστατικό. Ταυτόχρονα όμως «μέσω της ανακομιδής του ’63 γίνεται παρόν και η εκτέλεση του ‘43».

  1. Δομή

Ο τρόπος γραφής του Ιωάννου, με τη διάσπαση τόσο του χρόνου όσο και του θέματος, που κατά κανόνα δεν επιτρέπει στα πεζογραφήματά του τη διάκριση ενοτήτων ή μιας σταθερής δομής, στο παρόν αφήγημα δεν τηρείται πιστά κι έτσι μπορούμε να εντοπίσουμε την ύπαρξη δύο μερών-ενοτήτων, χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι και στις δύο ενότητες, παράλληλα με την αφήγηση των εξωτερικών γεγονότων συνείρεται και ο εσωτερικός σχολιασμός, οι σκέψεις, τα συναισθήματα του αφηγητή.

Α. Πρώτη ενότητα : (“Φτάνω στο σημείο να πω…καλύτερο από τ’ άλλα…”)

Στην πρώτη ενότητα ο αφηγητής βρίσκεται σ’ ένα τόπο ομαδικής εκτέλεσης που συνέβη, όπως λέει, είκοσι χρόνια πριν, τη στιγμή που πραγματοποιείται μια εκταφή οστών. Οι λέξεις και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται, «τόπος μαρτυρίου», «μαρτύρησε», «έχει αγιάσει», «θυμίαμα», «ευώδιαζε όλος ο τόπος», δημιουργούν την ατμόσφαιρα μιας ιερότητας, μιας ταύτισης του αθώου εκτελεσθέντος με την αγιοσύνη ενός ιερομάρτυρα. Ακόμα και η λέξη «ανακομιδή» (που ακούγεται στη δεύτερη ενότητα) παρόλο ότι χρησιμοποιείται γενικά για την εκταφή οστών και τη μεταφορά τους σε μνημείο ή οστεοφυλάκιο, καθώς έχουμε συνηθίσει να την ακούμε για την εκταφή οστών αγίων, ενισχύει την αίσθηση του ιερού. Και το «ευώδιαζε όλος ο τόπος», αν και η σύνδεσή του με το θυμίαμα που έκαιγε στο θυμιατό ενέχει μια λογική εξήγηση για την προέλευσή του, εντούτοις η όλη ατμόσφαιρα που δημιουργείται οδηγεί τη σκέψη μας και στην πιθανότητα να είναι μια ευωδιά από τάφο αγίου.

Η άκρα σιγή που επικρατεί σ’ όλη τη σκηνή της πρώτης ενότητας επαυξάνει την ιερότητα. Διακόπτεται μόνο από μια φράση του αδελφού, που κι αυτή μας μεταφέρεται έμμεσα από τον αφηγητή: «Η χαριστική βολή».

Η εξιστόρηση της σκηνής της εκταφής έχει, κατά τον Χριστόφορο Μηλιώνη, «ένα χαρακτήρα θρησκευτικής τελετουργίας, διαποτισμένης με κατάνυξη και πόνο». Ένα ακόμα στοιχείο που έστω και έμμεσα υποβάλλει τη θρησκευτικότητα είναι και το εξής; Υποθέτει ο αφηγητής ότι «μάλλον γυναίκες θα είχαν φροντίσει για την ταφή του». Το υποθέτει αυτό από το μικρό βάθος του τάφου, όμως με τη σκέψη αυτή όχι μόνο μας υποβάλλεται και το μέγεθος της συμφοράς, δηλαδή η εκτέλεση όλων των ανδρών, αλλά οδηγεί τη σκέψη μας και στις γυναίκες του Θείου Πάθους, περιβάλλοντας με ακόμα μεγαλύτερη ιερότητα και τη θυσία και την εκταφή. Η πρώτη ενότητα κλείνει με τα λόγια ενός μοιρολογιού που θυμάται ο αφηγητής. (Τα δικά του συναισθήματα και σκέψεις θα τα δούμε εξετάζοντας ιδιαίτερα τον αφηγητή).

Όλη η πρώτη ενότητα διαπνέεται από ένα ελεγειακό τόνο, που εκδηλώνεται κυρίως με τη σιωπή. Τα δυο αδέλφια δεν μοιρολογούν και εξίσου σιωπηλός ο αφηγητής παρακολουθεί τη σκηνή της εκταφής. Ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος παραλληλίζει τον εσωτερικό θρήνο του αφηγήματος με τον εσωτερικό επίσης πόνο του Παπαδιαμάντη στο διήγημα «Το Μοιρολόι της φώκιας». Και στα δυο διηγήματα υπάρχει η χαμηλόφωνη έκφραση της οδύνης, στο χώρο και των δύο υπάρχουν τόποι ταφής, η λέξη «ανακομιδή» ακούγεται και στα δύο κείμενα, «μικρός περίβολος» ονομάζεται το νεκροταφείο στον Παπαδιαμάντη, «ιερός περίβολος» στον Γιώργο Ιωάννου. Μ’ ένα μοιρολόι τελειώνει την περιγραφή της εκταφής ο Ιωάννου, με το μοιρολόι της φώκιας για το θάνατο της Ακριβούλας κλείνει το διήγημά του ο Παπαδιαμάντης.

Β. Δεύτερη ενότητα («Όμως ένα μπουλούκι…δήθεν εξευγενισμένα υποκείμενα»)

Η φράση με την οποία αρχίζει η δεύτερη ενότητα διαφοροποιεί αμέσως το ψυχικό κλίμα, την ατμόσφαιρα. Δυο μόνο λέξεις είναι αρκετές για να μας προϊδεάσουν για το τι θα ακολουθήσει. Η λέξη «όμως» φορτίζεται με μια ιδιαίτερη ένταση έτσι όπως έρχεται αμέσως μετά το δημοτικό μοιρολόι, ακούγεται σαν ένα χτύπημα, δημιουργεί ένα ρήγμα, κατά τον Τριανταφυλλόπουλο. Και η λέξη «μπουλούκι» δεν δείχνει μόνο μια ομάδα ανθρώπων χωρίς τάξη, χωρίς σειρά. Εμφαίνει ταυτόχρονα την επιπολαιότητα, τις απρόσεχτες κινήσεις, την έλλειψη σεβασμού στο χώρο. Αλλά και η λέξη «τουρίστες» ενέχει κάτι το μειωτικό, το απαξιωτικό. Ο τουρίστας είναι ο βιαστικός συνήθως επισκέπτης, αυτός που ταξιδεύει για μια γρήγορη, επιφανειακή γνωριμία άλλων τόπων. Η ιερότητα του χώρου, όπως ο συγγραφέας την απέδωσε στην πρώτη ενότητα, δεν προσφέρεται για τουρισμό με την τρέχουσα σημασία του όρου. Προσφέρεται για προσκύνημα, για λατρευτική προσφορά, όπως αυτή των δυο αδελφιών και του αφηγητή.

Ο χαμηλόφωνος τόνος της πρώτης ενότητας εξακολουθεί και στη δεύτερη, αλλά τώρα αισθανόμαστε ότι η ψυχή του συγγραφέα βράζει από οργή, μέσα του υψώνονται κύματα θυμού, έστω κι αν προσπαθεί να μην τα εκφράσει. Η αντίθεση ανάμεσα στην πρώτη και δεύτερη ενότητα, αντίθεση που δημιουργείται από τη διαφορετική στάση των προσώπων που δρουν στις δυο ενότητες, δίνεται με λιτότητα, με απλές φράσεις, με την αναφορά της διαφορετικής στάσης χωρίς σχολιασμό:

Α  Ενότητα                                                                 Β  Ενότητα

– Μόνο μια ημερομηνία για υπόμνηση   ***      – Ομιλία από

της εκτέλεσης                                                             εγκυκλοπαίδεια

– «Λέξη δεν έλεγαν τα δυο αδέλφια»      ***       – « μιλώντας δυνατά,

                                                                                        χαχανίζοντας»

– Βουβά δάκρυα                                            ***      -ψυχρή περιγραφή

– Άνθρωποι λαϊκής προέλευσης                 ***     -«φαίνονταν από τους

(γυναίκα με τσεμπέρι στο κεφάλι»                         μορφωμένους»

– «Αράδιαζε ευλαβικά»(τα κόκαλα)          ***      -«Πέρα απ’ τα όρια

                                                                         ***         της αντοχής τους»

-ευλαβική συμμετοχή του αφηγητή         ***       -Θυμωμένη αντίδραση

Αποκορύφωμα της βέβηλης στάσης των τουριστών υπήρξε η φράση που είπε ένας απ’ αυτούς καθώς έφευγαν: «Καλά τους έκαμαν…» Τα δυο αδέλφια δεν είπαν τίποτα. Ο αφηγητής ερμηνεύει  τη σιωπή τους ως αποτέλεσμα της εξοικείωσής τους πλέον με παρόμοιες συμπεριφορές. Ήταν «μαθημένοι από κάτι τέτοια». Πολλές φορές θα είχαν ακούσει ανάλογες κρίσεις από ανθρώπους που όχι μόνο δεν αναγνώριζαν τη θυσία των εκτελεσθέντων, αλλά και δικαιολογούσαν τον κατακτητή. Ταυτόχρονα όμως με τη σιωπή τους αποκαλύπτουν μιαν αξιοπρέπεια κι ένα μεγαλείο ψυχής που δεν τους επιτρέπει να κατεβούν στο επίπεδο των βέβηλων και να αντιπαραταχθούν με τον οποιοδήποτε λόγο.

  1. Ο αφηγητής

Για τον αφηγητή της ιστορίας δεν ξέρουμε τίποτα. Ούτε ποιος είναι, ούτε πώς βρέθηκε εκεί. Σε όλο το κείμενο εκείνο που δεσπόζει είναι οι εσωτερικές του αντιδράσεις, σκέψεις, συναισθήματα, καθώς αναλογίζεται τη σκηνή που είχε παρακολουθήσει κάποια μέρα στο παρελθόν. Από το ίδιο όμως το κείμενο συνάγεται ότι δεν είχε καμιά φιλική ή συγγενική σχέση με τα αδέλφια. Είναι ένας ξένος που επισκέφθηκε τον τόπο της ομαδικής εκτέλεσης και τυχαία παρευρίσκεται την ώρα της εκταφής των οστών. Η φράση «τι να ΄γινε άραγε εκεί σε μας αυτή τη μέρα;» δείχνει ότι η καταγωγή του, η μόνιμη ίσως κατοικία του, βρίσκεται αλλού. Εάν ταυτίσουμε τον αφηγητή με το συγγραφέα, τότε αυτό το «εκεί σε μας» είναι ασφαλώς η Θεσσαλονίκη.

Το ότι δεν έχει καμιά σχέση με τα δυο αδέλφια, επιβεβαιώνει η φράση «πολύ ήταν που με άφηναν κοντά τους μια τέτοια ώρα», αλλά και επισφραγίζει η φράση του τέλους: «Δεν ήμουν γνωστός τους ή συγγενής τους».

Σύμφωνα με τον τρόπο που κατά κανόνα ο Γιώργος Ιωάννου χρησιμοποιεί στα αφηγήματά του, ο αφηγητής δεν είναι απλώς ο αντικειμενικός παρατηρητής που παρακολουθεί και καταγράφει γεγονότα. «Το εγώ του αφηγητή βρίσκεται στο κέντρο της αφήγησης· όλα συγκλίνουν στη συνείδησή του (ή και στο υποσυνείδητό του) και όλα πάλι φωτίζονται ή χρωματίζονται από αυτήν».

Η αφήγηση διαρκώς διακόπτεται από τη φωνή του αφηγητή που αποκαλύπτει την απήχηση των γεγονότων στην ψυχή του. Αρχίζει με την ανάμνηση της έντονης συγκίνησης και ταραχής που δοκίμασε(«ποτέ δεν ταράχτηκα και δεν έκλαψα τόσο»). Κάθεται σιωπηλός σε μιαν άκρη και παρακολουθεί την εκταφή, η ψυχή του «έχει κολλήσει για πάντα εκεί», δεν τολμά καν να κοιτάξει τα δυο αδέλφια. Σκέφτεται ακόμα πως, όταν βρέθηκε το κρανίο, θα ΄πρεπε να προσκυνήσει «αν και είμαι τόσο ανάξιος», λέει. Να είναι άραγε αυτό το «ανάξιος» η συναίσθηση της ταπεινότητας που αισθανόμαστε μπροστά στο θεϊκό ή γιατί ο ίδιος δεν είχε κάνει τίποτα στην αντίσταση;

 Οι σκέψεις του συνεχίζονται με τη ματιά του να περιφέρεται στο λιτό περιβάλλον, το βράχο, το δέντρο, που πιθανότατα ήταν τα ίδια που και το δεκαεξάχρονο παιδί αντίκρισε πριν εκτελεστεί. Συνειρμικά αναλογίζεται σκέψεις που έκανε ο ίδιος όταν αντιμετώπιζε κάποιους «τιποτένιους κινδύνους», σκέψεις που πιθανόν έκανε και το παιδί πριν πεθάνει.

Διακρίνουμε σ’ όλη αυτή την παράγραφο συναισθήματα αυτοϋποτίμησης και ενοχής του συγγραφέα-αφηγητή. Είναι ίσως τα συναισθήματα ενοχής του επιζήσαντος, πολύ περισσότερο που ο εκτελεσθείς ήταν ένας συνομήλικός του. (Αν υπολογίσουμε τη χρονολογία γέννησης του συγγραφέα, 1927, το 1943 ήταν και αυτός δεκαέξι χρονών). Ίσως όμως η ενοχή να οφείλεται και στο ότι είναι τόσο ασήμαντοι οι κίνδυνοι που αντιμετώπισε σε σύγκριση με το θάνατο.

Πιθανολογεί την ταυτότητα των σκέψεων του ιδίου και του παιδιού με το ότι και αυτός (ο συγγραφέας) είναι άνθρωπος, επομένως σκέφτεται και αισθάνεται όπως όλοι οι άνθρωποι. Δεν παραλείπει όμως να αναφερθεί και σε «κάποια διαφορά» που αυτή είναι που «τον καίει». Ποια είναι άραγε η διαφορά; Οποιαδήποτε υποθετική απάντηση θα ήταν παρακινδυνευμένη.

Καθώς η αφήγηση προχωρεί, ο αφηγητής, σε μια ανιούσα κλίμακα συναισθηματικής μέθεξης, μετά τη συγκίνηση, το δέος, τα συναισθήματα αναξιότητας και ενοχής, προχωρεί σε μια ταύτιση με τα δυο άγνωστά του αδέλφια. Το πρώτο ενικό πρόσωπο της αφήγησης γίνεται πρώτο πληθυντικό: «ήρθαν τριγύρω μας», «σα να μην ήμασταν κι εμείς λίγο πιο πάνω”, λέει. Αυτή η ταύτιση τον οδηγεί κα στην έκρηξη θυμού, όταν ακούστηκε η υβριστική φωνή που δικαιολογούσε τον κατακτητή. Έκρηξη, βέβαια, εντελώς εσωτερική που συγκρατείται, ίσως επηρεασμένη και από τη σιωπηλή, αξιοπρεπή στάση των δυο αδελφιών.

Καθώς οι βέβηλοι επισκέπτες φεύγουν, συζητούν ζωηρά μεταξύ τους. Δεν ξέρουμε τι λένε, δεν ξέρουμε αν, και σε τι διαφωνούν. Όμως στη θυμωμένη δήλωση κάποιου «καλά τους έκαναν», «κανείς δεν αντιμίλησε». Μήπως επειδή συμφώνησαν; Και τι υπονοεί η δήλωση «ήταν και κάποιος με στολή μαζί τους»; Μήπως ότι φοβήθηκαν, δεν τόλμησαν να διαφωνήσουν μια και οι εκτελεσθέντες είχαν σκοτώσει στρατιώτες, επομένως κάποιους με τους οποίους ο ένστολος ταυτίζεται, έστω κι αν ήταν στρατιώτες του εχθρού; Μήπως γιατί στα 1963 που διαδραματίζεται το γεγονός, είναι ακόμα έντονος ο φόβος από την παρουσία ενός ένστολου; Όλα παραμένουν στο χώρο της εικασίας.

Τα συναισθήματα και η ψυχική κατάσταση του αφηγητή, μετά το αποκορύφωμα του θυμού, καταλαγιάζουν σ’ ένα παράπονο. Πολύ θα ‘θελε να συνοδεύσει τα δυο αδέλφια στην αξιοπρεπή αποχώρησή τους. Όμως συνειδητοποιεί πως ανήκει πιο πολύ στους ανθρώπους του πούλμαν, χωρίς να το θέλει, ως τάξη και μόρφωση. Ψυχικά αισθάνεται ότι ανήκει αλλού, γι’ αυτό εντέλει, μετέωρος μεταξύ αυτού που είναι και αυτού που θα ήθελε να είναι, ξεκινά μόνος «για το πιο λαϊκό καφενείο».

ΚΕΙΜΕΝΟ: Γιώργος Ιωάννου: «†13-12-43» 

(Κ.Ν.Λ. Β΄ Λυκείου, σσ. 374 – 377)

  1. ΠΑΡΑ∆ΕΙΓΜΑΤΑ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ 

2.1. Στοιχεία που αφορούν στο συγγραφέα, λογοτεχνικό περιβάλλον και λοιπά γραµµατολογικά στοιχεία:

  1. O Γιώργος Ιωάννου θεωρείται συγγραφέας που προβάλλει έντονα την προσωπική του σχέση µε τον κόσµο που περιγράφει. Μπορείτε να επισηµάνετε στοιχεία από το κείµενο που να επιβεβαιώνουν αυτή την άποψη;
  1. Μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της γραφής του Ιωάννου είναι:
  • Η περιγραφή ανθρώπων καθηµερινών
  • γεγονότων που δε διεκδικούν καµιά πρωτοτυπία
  • παθών που δεν τονίζεται ποτέ υπερβολικά η δραµατικότητά τους

Να σχολιάσετε µε βάση το κείµενο αυτά τα γνωρίσµατα του έργου του[1].

  1. Να ανασυνθέσετε την εποχή στην οποία αναφέρεται το πεζογράφηµα, χρησιµοποιώντας τα στοιχεία που σας δίνει γι’ αυτήν το κείµενο.
  1. Το θέµα του κειµένου αφορά αποκλειστικά στα γεγονότα που περιγράφονται ή µας µεταφέρει και σε άλλες µαρτυρίες από ανάλογα ιστορικά γεγονότα; Nα δικαιολογήσετε την απάντησή σας αντλώντας στοιχεία από το συγκεκριµένο πεζογράφηµα.
  1. Ποια είναι, κατά τη γνώµη σας, η στάση του συγγραφέα για το γεγονός της 13-12-43; Μπορείτε µε βάση την εξοµολόγηση του αφηγητή να καταλάβετε την άποψή του;
  1. Με βάση το κείµενο προσπαθήστε να δώσετε ένα παράδειγµα απ’ το οποίο να διαφαίνεται ο ρεαλιστικός τρόπος γραφής του Γιώργου Ιωάννου.
  1. Η στάση που ακολουθεί ο συγγραφέας – αφηγητής στο συγκεκριµένο επεισόδιο της επετείου για τους εκτελεσθέντες, πιστεύετε ότι συνδέεται µε τον τίτλο της συλλογής; (Ο τίτλος της συλλογής είναι: Για ένα φιλότιµο)

2.2. ∆οµή του κειµένου, επαλήθευση ή διάψευση µιας κρίσης µε βάση το κείµενο, εκφραστικά µέσα και τρόποι του κειµένου (υφολογική διερεύνηση, αφηγηµατικές λειτουργίες, επιλογές του δηµιουργού σε διάφορα επίπεδα γλωσσικής ανάλυσης):

  1. Ο Ιωάννου θεωρείται ότι επιδιώκει την άµεση επαφή µε την πραγµατικότητα για να καταλάβει την αληθινή της διάσταση[2].

Να σχολιάσετε αυτή την άποψη µε βάση το συγκεκριµένο κείµενο.

  1. Σε πόσα και ποια χρονικά επίπεδα κινείται το κείµενο; Πώς τα χειρίζεται ο συγγραφέας; Nα εντοπίσετε δύο σχετικά χωρία.
  2. Γιατί χρησιµοποιείται το α΄ πρόσωπο στην αφήγηση; Tι καταθέτει ο αφηγητής εκτός από τα εξωτερικά συµβάντα[3];
  3. Ποιες είναι οι τεχνικές της αφήγησης που επιτρέπουν στο συγγραφέα να εκθέτει τα βιώµατά του σε ένταση και σε βάθος; Ποια είναι τα κυρίαρχα αισθήµατα που δηλώνονται µε τη βοήθεια αυτής της τεχνικής και διατρέχουν όλο το αφήγηµα;
  4. «Κύριο χαρακτηριστικό των πεζογραφηµάτων του Γ. Ιωάννου είναι η προσωπική εξοµολόγηση, που ταυτίζεται όµως µε τα βάσανα και τις λαχτάρες µιας ολόκληρης οµάδας ανθρώπων»[4]. Να σχολιάσετε σηµεία της αφήγησης που να ανταποκρίνονται στο παραπάνω χωρίο.
  5. «Χρειάζεται µόχθος για να µιλήσεις έτσι που να καλύπτεις όχι µόνο το δικό σου συναίσθηµα αλλά και των άλλων»[5]: 5 Πιστεύετε µε βάση το κείµενο που διαβάσατε, ότι συµφωνεί ο τρόπος που γράφει ο Γιώργος Ιωάννου µ’ αυτή τη θέση; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.
  6. Nα βρείτε τις ενότητες του πεζογραφήµατος και να επισηµάνετε τα θέµατά τους.
  7. Να βρείτε δύο προτάσεις που δίνουν στοιχεία για το χώρο και το χρόνο της αφήγησης.
  8. Τι σας θυµίζει η λεπτοµερής περιγραφή των εικόνων της 2ης παραγράφου;
  9. Ποιο είναι το τραγικό γεγονός στο οποίο παραπέµπει το «αντρίκειο µοιρολόγι»;
  10. Οι λέξεις «µπουλούκι» και «ιερός περίβολος» χρησιµοποιούνται στην ίδια πρόταση στην αρχή της 1ης παραγράφου της 2ης ενότητας. Πώς µας προϊδεάζει ο συγγραφέας µε τις συγκεκριµένες λέξεις για τα γεγονότα που πρόκειται να ακολουθήσουν;
  11. Πώς σχολιάζει ο συγγραφέας τις εφηµερίδες των τουριστών και γιατί; Ποιος είναι ο τόνος που χρησιµοποιεί; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.
  12. Ποια χαρακτηριστικά έχει το ύφος του Ιωάννου και πως επιδρά, κατά τη γνώµη σας, στον αναγνώστη;
  13. Υποστηρίζεται ότι η γλώσσα που χρησιµοποιεί ο Ιωάννου χαρακτηρίζεται από συνεχείς υπαινιγµούς, ελλειπτικές εκφράσεις ή αποσιωπήσεις. Προσπαθήστε να βρείτε παραδείγµατα µέσα από το κείµενο που να αντιπροσωπεύουν αυτές τις επισηµάνσεις[6].

 

2.3. Σχολιασµός ή σύντοµη ανάπτυξη χωρίων του κειµένου:

  1. Μπορείτε να υποθέσετε από τον τίτλο το θέµα της αφήγησης;
  2. Να περιγράψετε και να σχολιάσετε την τελετή εκταφής του νέου.
  3. Ποια συναισθήµατα δηµιουργεί στον αφηγητή η εικόνα της εκταφής;
  4. «Kι άλλες φορές έτυχε βέβαια να επισκεφθώ τόπους µαρτυρίου ή οµαδικής ταφής. Η γη της πατρίδας µας είναι παραγεµισµένη µε κόκαλα παλικαριών». Να αναφέρετε τους άλλους πιθανούς τόπους µαρτυρίου στους οποίους αναφέρεται ο αφηγητής.
  5. «Και τώρα που η ψυχή µου έχει κολλήσει εκεί, µου φαίνεται πως θα µείνω για πάντα, σαν ένα αγριόχορτο, καθισµένος σε κείνο τον τάφο». Τι αποκαλύπτει αυτή η φράση για την ψυχολογική κατάσταση του αφηγητή;
  6. Γιατί τονίζεται, κατά τη γνώµη σας, από το συγγραφέα η συµµετοχή των γυναικών στην ταφή του νέου; (1η ενότητα, 2η παράγραφος).
  7. Να συσχετίσετε την όλη στάση του αφηγητή µε τη φράση «Ευωδίαζε όλος ο τόπος» στην 1η ενότητα, 2η παράγραφο του κειµένου
  8. Γιατί θεωρεί ο αφηγητής την παρουσία του βέβηλη; Γιατί σκέφτεται ότι είναι ανάξιος να προσκυνήσει[7];
  9. Να συγκρίνετε τις δύο γυναικείες παρουσίες που εµφανίζονται στο κείµενο. (Την οµάδα των γυναικών της ταφής µε εκείνη της οµάδας των τουριστών).
  10. Να περιγράψετε τις εντυπώσεις του αφηγητή για την οµάδα των τουριστών που επισκέφτηκε τον ιερό χώρο. Ποια είναι η γνώµη του για τη στάση τους; Mε ποιες λέξεις τη χαρακτηρίζει;
  11. Να σχολιάσετε τη στάση των υπόλοιπων µελών της παρέας των τουριστών µετά τη δήλωση του ενός «Καλά τους έκαναν αφού οι άλλοι σκότωσαν στρατιώτες του κατακτητή».
  12. Υπάρχουν ιδεολογικές διαφορές ως προς το θέµα της εθνικής αντίστασης στην ελληνική κοινωνία σύµφωνα µε όσα εκθέτει ο συγγραφέας; Να δικαιολογήσετε την απάντησή σας.
  13. Σύµφωνα µε όσα προηγήθηκαν, φαίνεται ότι ο αφηγητής είναι µε το µέρος των εκτελεσθέντων. Ποιον κόσµο αντιπροσωπεύουν γι’ αυτόν; Πώς σκέφτεται για τους άλλους;
  14. Πώς κρίνετε τη στάση των αδελφών του νέου; Tι δηλώνει κατά τη γνώµη σας η σιωπή τους;
  15. Σε ποιο χρονικό επίπεδο µας οδηγεί «η χαρτονένια κάσα της αµερικάνικης βοήθειας»[8]; Ποια είναι κατά τη γνώµη σας η άποψη του αφηγητή για την αµερικάνικη πολιτική εκείνης της εποχής;
  16. Γιατί ο αφηγητής νιώθει ενοχές απέναντι στους ανθρώπους που έχασαν ένα αγαπηµένο µέλος της οικογένειάς τους;
  17. Ποιες είναι οι διαφορές ανάµεσα στον αφηγητή και τους επισκέπτες ως προς τη συναισθηµατική τους συµµετοχή στον τόπο του µαρτυρίου; 17. Πώς δηλώνεται η ιδεολογική θέση των επισκεπτών για τις πράξεις των εκτελεσθέντων;
  18. Γιατί ο αφηγητής πιστεύει πως ταιριάζει περισσότερο µε την κοινωνία που αντιπροσωπεύουν οι επιβάτες του πούλµαν;
  19. Γιατί ο αφηγητής προτιµά τους λαϊκούς ανθρώπους; Ποια είναι η άποψή του για τους «δήθεν µορφωµένους»;

2.4. Σχολιασµός αδίδακτου λογοτεχνικού κειµένου:

Μανόλης Αναγνωστάκης, «13-12-43»[9]

«Θυµάσαι που σου ’λεγα: όταν σφυρίζουν τα πλοία µην είσαι στο λιµάνι.

Μα η µέρα που έφευγε ήτανε δικιά µας και δε θα θέλαµε ποτέ να την αφήσουµε

Ένα µαντίλι πικρό θα χαιρετά την ανία του γυρισµού

Κι έβρεχε αλήθεια πολύ κι ήτανε έρηµοι οι δρόµοι

Με µια λεπτήν ακαθόριστη χινοπωριάτικη γεύση

Κλεισµένα παράθυρα κι οι άνθρωποι τόσο λησµονηµένοι

– Γιατί µας άφησαν όλοι; Γιατί µας άφησαν όλοι;

Kι έσφιγγα τα χέρια σου

∆εν είχε τίποτα τ’ αλλόκοτο η κραυγή µου.

…Θα φύγουµε κάποτε αθόρυβα και θα πλανηθούµε

Μες στις πολύβοες πολιτείες και στις έρηµες θάλασσες

Με µιαν επιθυµία φλογισµένη στα χείλια µας

Είναι η αγάπη που γυρέψαµε και µας την αρνήθηκαν …………………………………………………….

(απόσπασµα)

  1. Να συγκρίνετε το οµότιτλο ποίηµα του Μανόλη Αναγνωστάκη µε το πεζογράφηµα του Γιώργου Ιωάννου ως προς τα χρονικά επίπεδα που κινούνται τα δύο κείµενα.
  2. Να σχολιάσετε την ατµόσφαιρα που δηµιουργούν στο ποίηµα οι ακόλουθες συνεκφορές:
  • «ακαθόριστη χινοπωριάτικη γεύση»
  • «κλεισµένα παράθυρα»
  • «άνθρωποι λησµονηµένοι»
  • «έρηµες θάλασσες»

Ζωρζ Σαρή, «Όταν ο ήλιος …»[10]

«Εδώ στην Ελλάδα πρέπει να µείνουµε και ν’ αγωνιστούµε. Κάθε αγωνιστής κι από ένα χτύπηµα στον εχθρό». Από τα ξηµερώµατα παίρνουµε τους δρόµους. Κουβαλάµε προκηρύξεις, παράνοµες εφηµερίδες, για να τις µοιράσουµε µόλις σκοτεινιάσει. Με χίλιες προφυλάξεις µαζευόµαστε στα σπίτια και συνεδριάζουµε, συζητάµε, αποφασίζουµε αν θα γίνει ή δε θα γίνει η απεργία, αν θα βγούµε να φωνάξουµε στους δρόµους, τι θα γράψουµε πάνω στους άσπρους τοίχους της Αθήνας µας. Τα τσακάλια οι Γερµανοί ουρλιάζουν το θάνατο και µεις τον αψηφάµε. Απόψε, όταν θα πέσει η νύχτα, θα σκορπιστούµε µέσα στην πόλη για να γράψουµε τα συνθήµατά µας, για να µοιράσουµε τις προκηρύξεις.

(απόσπασµα)

Ποια είναι η σχέση του παραπάνω κειµένου µ’ αυτό του Γιώργου Ιωάννου;

  1. ΠΑΡΑ∆ΕΙΓΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ
  2. Στα έργα του Ιωάννου θεωρείται ότι υπάρχει εξοµολογητική διάθεση η οποία συνδυάζεται µε τη χρήση του πρώτου ενικού προσώπου. Να βρείτε παραδείγµατα µέσα από το κείµενο που να αντιπροσωπεύουν αυτή την άποψη.
  3. Σε ποια σηµεία του πεζογραφήµατος µπορούµε να πούµε ότι ο αφηγητής συµµετέχει πιο ενεργά σε όσα διαδραµατίζονται;
  4. Σε κείµενο που να µην υπερβαίνει τις 250 – 300 λέξεις να σχολιάσετε τις απόψεις σας για τη στάση των τουριστών στον τόπο του µαρτυρίου
  1. ΠΑΡΑ∆ΕΙΓΜΑΤΑ ΣΥΝΘΕΤΙΚΩΝ – ∆ΗΜΙΟΥΡΓΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ
  2. Να διαβάσετε τρία από τα πεζογραφήµατα που υπάρχουν στη συλλογή του Γιώργου Ιωάννου «Για ένα φιλότιµο» και να σχολιάσετε:
  • τη γλώσσα του συγγραφέα
  • τη σχέση των κειµένων µε τα βιώµατά του
  • την οικειότητα που δηµιουργεί το ύφος του
  1. Να συγκεντρώσετε όλες τις λαογραφικές λεπτοµέρειες από την αφήγηση που διαβάσατε, να τις σχολιάσετε και να προσπαθήσετε να βρείτε αντίστοιχες λαϊκές παραδόσεις µε παρόµοιο λαογραφικό περιεχόµενο.
  2. Να βρείτε κείµενα από την ελληνική µεταπολεµική πεζογραφία που να αναφέρονται σε αφηγήσεις εκτελέσεων κατά τη περίοδο της Γερµανικής κατοχής.
  1. ΠΑΡΑ∆ΕΙΓΜΑ ΚΡΙΤΗΡΙΟΥ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

Κριτήριο για ωριαία γραπτή δοκιµασία

(45 λεπτά περίπου)

ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ……………………………………………………………………………

ΤΑΞΗ: ……………………………. ΤΜΗΜΑ: ………………………..

ΜΑΘΗΜΑ: Κείµενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας

Γιώργου Ιωάννου, «†13-12-43»

ΗΜΕΡ/ΝΙΑ: ………………………………………………..

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ:

  1. Με βάση το κείµενο προσπαθήστε να δώσετε ένα παράδειγµα απ’ το οποίο να διαφαίνεται ο ρεαλιστικός τρόπος γραφής του Γιώργου Ιωάννου.                         Μονάδες 4
  2. Ποιες είναι οι τεχνικές της αφήγησης που επιτρέπουν στο συγγραφέα να εκθέτει τα βιώµατά του σε ένταση και σε βάθος; Ποια είναι τα κυρίαρχα αισθήµατα που δηλώνονται µε τη βοήθεια αυτής της τεχνικής; Μονάδες 6
  3. Ποια συναισθήµατα δηµιουργεί στον αφηγητή η εικόνα της εκταφής; Μονάδες 4
  4. Να περιγράψετε τις εντυπώσεις του αφηγητή για την οµάδα των τουριστών που επισκέφτηκε τον ιερό χώρο. Ποια είναι η γνώµη του για τη στάση τους; Mε ποιες λέξεις τη χαρακτηρίζει;

                                                                                                Μονάδες 4

  1. Πώς παρουσιάζεται η γυναικεία παρουσία στο πεζογράφηµα;

 Μονάδες 2

[1]  Ζήρας Αλ., «Συνέχεια και Ανανέωση της Ηθογραφίας στο έργο του Γιώργου Ιωάννου», π. Γράµµατα και Τέχνες, τ. 62, Μάρτιος –Απρίλιος 1991, σ. 4. 149

[2] 2 Κοτζιάς Αλ., Μεταπολεµικοί πεζογράφοι, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1982, σ. 42.

[3] ∆ρουκόπουλος Αρ., ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, ένας οδηγός για την ανάγνωση του έργου του, εκδ. Ειρµός, Αθήνα 1992, σ. 142.

[4] 4 Κ.Ν.Λ. Β΄ Λυκείου, σ. 377.

[5] 5 Κοκκινάκη Ν., «Γιώργος Ιωάννου: Mια άλλη εκδοχή µε αφορµή το αφήγηµα «13 – 12 – 43» από τη συλλογή του ‘Για ένα φιλότιµο’», π. Νέα Παιδεία, τ. 62, σ. 75.

[6] Μηλιώνης Χ., ό.π., σ. 29.

[7] Μηλιώνης Χ., ό.π., σ. 31.

[8] Κοκκινάκη Ν., ό.π., σ. 76.

[9] Αναγνωστάκης Μ., «13-12-43», ποιητική συλλογή Εποχές.

[10] Σαρή Ζ., «Όταν ο ήλιος…», εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1991 , σ. 201.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.